Digger (2020)


Δραματική ταινία σε σκηνοθεσία Τζώρτζη Γρηγοράκη, με τους Βαγγέλη Μουρίκη, Αργύρη Πανταζάρα, Σοφία Κόκκαλη.

Ο Νικήτας ζει μόνος του στο κτήμα του στη μέση του πουθενά, πολεμώντας με τις δυσκολίες της καθημερινότητας αλλά και με το "τέρας", μια μεγάλη βιομηχανική μονάδα που όχι μόνο καταστρέφει το δάσος γύρω του, αλλά τον πιέζει να πουλήσει τη γη του, όπως έκαναν πολλοί άλλοι πριν από αυτόν. Αδιαφορώντας επιδεικτικά για τα χρήματα και με μια βαθιά αγάπη για τον τόπο αυτόν όπου ρίζωσε και βλάστησε, ο Νικήτας συνεχίζει τη δουλειά του, πουλάει τα προϊόντα που παράγει, μιλάει στις κοτούλες του και το βράδυ θα πιει το ποτό του στο καφενείο, μαζί με τους φίλους μιας ζωής. Η διάβρωση όμως που προκαλεί το "τέρας" δεν περιορίζεται στη γη που έχει γεμίσει με σημεία από ασταθές έδαφος, αλλά απλώνεται και στους ανθρώπους. Λιγοστεύουν όσο πάνε οι φίλοι στο μπαρ, όπως λιγοστεύουν και οι κάτοικοι του χωριού, με κάμποσους να έχουν πουλήσει και να έχουν φύγει μακριά και πολλούς άλλους να έχουν γίνει υπάλληλοι της βιομηχανίας, θέτοντας όμως εαυτούς απέναντι από τους μέχρι τώρα φίλους και γειτόνους. Και εν μέσω αυτής γενικότερης αστάθειας, εμφανίζεται ένα πρωί ο Γιάννης, ο γιος του Νικήτα, που του ανακοινώνει πως η μάνα του πέθανε και πως του άφησε το μερτικό της από το κτήμα.

Νεο-γουέστερν στην ελληνική ύπαιθρο και ταυτόχρονα συγκρουσιακό δράμα πατέρα-γιού, το "Digger" υπήρξε αναμφισβήτητα η μεγάλη, ευχάριστη έκπληξη του ελληνικού σινεμά. Όχι τόσο για τα βραβεία, τις υποψηφιότητες και τις συμμετοχές της σε πολλά διεθνή φεστιβάλ (μεταξύ των οποίων και σε αυτό του Βερολίνου), μα πρωτίστως για το γκελ της στη "συνομιλία" της με το κοινό. Με τη διανομή της κατακαλόκαιρα, σε περιορισμένο κύκλωμα θερινών και μόνο κινηματογράφων και χωρίς κάποιο μεγάλο όνομα σκηνοθέτη στη "μαρκίζα" (η ταινία είναι η πρώτη μεγάλου μήκους του Τζώρτζη Γρηγοράκη) και χωρίς καν κάποιο "πιασάρικο" ή εύκολο θέμα, το "Digger" ευτύχησε με sold out προβολές να αντέξει απέναντι στα οσκαρικά μεγαθήρια που λόγω της 8μηνης κινηματογραφικής καραντίνας βγήκαν όλα μαζεμένα μέσα στη θερινή σαιζόν. Πρόκειται για πολύ μεγάλη επιτυχία και ίσως τη σημαντικότερη, αφού το στοίχημα μιας ταινίας παίζεται όταν εκτεθεί στο κοινό και όχι απλά στους ανθρώπους της φεστιβαλικής και κινηματογραφικής πιάτσας. 

Δεν είναι βέβαια τυχαία αυτή η επιτυχία, αφού η ταινία συγκεντρώνει ουκ ολίγες αρετές, τόσο σεναριακά, όσο και σε επίπεδο ερμηνειών και σκηνοθεσίας, την ίδια στιγμή που χαίρει μιας εξαίρετης παραγωγής, διεθνών προδιαγραφών. Η κόντρα πατέρα-γιου και ταυτόχρονα δύο διαφορετικών τρόπων και αντιλήψεων αποδίδεται ουσιαστικά και με ουσία, όχι μόνο μέσα από τους καλογραμμένους διαλόγους (του σκηνοθέτη είναι και το σενάριο, σε συνεργασία με τη Μαρία Βώττη και τον Βαγγέλη Μουρίκη) αλλά και μέσα από τις σιωπές και τα βλέμματα που κουβαλάνε συναίσθημα και ιστορία, όπως επίσης και μέσα από αυτήν τη σπάνια πια αντρίκια αντίληψη της ζωής. Ο "Νικήτας" του Βαγγέλη Μουρίκη είναι συναρπαστικός σε έκφραση, φωνή, κινησιολογία και πόνο που πηγάζει από τα μέσα του, μαζί με όλη αυτήν την ακατέργαστη αγάπη, και κουμπώνει πατρικά στον ανυπόμονο, ρομαντικά αφελή και παραπονεμένο "Γιάννη" του Αργύρη Πανταζάρα, η είσοδος του οποίου κουβαλάει κάτι από αρχαία τραγωδία. Με σαφείς αναφορές (αλλά όχι εμμονές) στις Σκουριές, μαζί με σύγχρονο πολιτικο-κοινωνικό σχολιασμό που όμως δεν καπελώνει την κεντρική ιδέα, το σενάριο του "Digger", με ένα εξαιρετικό φινάλε που δικαιολογεί και τον τίτλο, μιλά στην καρδιά και ταυτόχρονα στη λογική, έχοντας για βοηθούς την πανέμορφη και ουσιαστική φωτογραφία του Γιώργου Καρβέλα που συμμετέχει στην αφήγηση και στο συναίσθημα. Οι β' ρόλοι θα ήθελαν λίγη περισσότερη δουλίτσα (αν μη τι άλλο, ο ρόλος της Σοφίας Κόκκαλη) ενώ προσωπικά, σε κάποιες σκηνές θα ήθελα ο Βαγγέλης Μουρίκης να μην υπερβαίνει τον Νικήτα, γιατί ίσως και να τον πετάει εκτός θέματος.

14 υποψηφιότητες στα Βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, όπου απέσπασε 10: Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη, Σεναρίου, Α' Ανδρικού (Βαγγέλης Μουρίκης), Φωτογραφίας, Σκηνογραφίας, Μακιγιάζ, Οπτικών Εφφέ, Ήχου. Η ταινία απέσπασε 5 βραβεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ενώ είχε πλείστες άλλες συμμετοχές και βραβεύσεις σε διεθνή φεστιβάλ.

Για περισσότερες κριτικές ταινιών και παρουσιάσεις κινηματογραφικών αιθουσών, ακολουθήστε μας στο Facebook στη σελίδα Cinemano.


 

Σχόλια

  1. Πολύ καλή κριτική.... Σχεδόν βλέπω και νιώθω την ταινία, διαβάζοντας το κειμενο, χωρίς να την έχω δει ακόμη. Θα τη δω σίγουρα. Ευχαριστώ Έλλη Παπαδοπούλου

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Fourmi (2019)

Θέατρο - Ρουά ματ (2024)

Θέατρο - The Big Game (2024)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Το αγοροκόριτσο (1959) (Α/Μ)