Beau travail (1999)


Δραματική ταινία του La Sept ARTE (του σημερινού ARTE), σε σκηνοθεσία Κλαιρ Ντενί, με τους Ντενίς Λαβάν, Μισέλ Σουμπόρ, Γκρεγκουάρ Κολέν, Νικολά Ντυβωσέλ. 

Ο αξιωματικός της Γαλλικής Λεγεώνας των Ξένων, Γκαλού, αναπολεί τις ημέρες του στο Τζιμπουτί της Αφρικής, όταν προϊστατο αρμονικά του τάγματος της λεγεώνας του, υπό τη διοίκηση του Μπρούνο Φορεστιέ, ενός άντρα που εκτιμούσε και θαύμαζε ως πρότυπο. Όταν φτάνει στη λεγεώνα ένας 22χρονος νεοσύλλεκτος, ο Ζιλ Σαντέν, ο Γκαλού θεωρεί πως η παρουσία τού νεαρού θα διαφθείρει τον Φορεστιέ, για του οποίου το παρελθόν κυκλοφορύσαν κάτι φήμες από όταν υπηρετούσε στην Αλγερία. Ο θαυμασμός του προς τον Φορεστιέ και η ζηλεια του για την τελειότητα του Σαντέν, οδηγούν τον Γκαλού σε ένα πλάνο εξόντωσής του. 

Ελαφρώς βασισμένη στην όπερα "Μπίλλυ Μπαντ" του Μπέντζαμιν Μπρίττεν  (μουσικά θέματα της οποίας δανείζεται και στο soundtrack), η ιστορία θα ήταν πράγματι ενδιαφέρουσα, αν κάτι από όλα αυτά συνέβαινε όντως επί της οθόνης. Όμως, όχι, η Ντενί στέκει αποστασιοποιημένη και ψυχρή απέναντι στους ήρωές της, χρησιμοποιεί ελάχιστους (κυριολεκτικά) διαλόγους και στηρίζεται σε μία ατέρμονη voice off αφήγηση του Γκαλού, πολίτη πια, δυστυχισμένου και μόνου στη Μασσαλία. Με μια κινηματογράφηση που παραπαίει ανάμεσα στην ντοκυμανταιρίστικη καταγραφή της ζωής και της ρουτίνας των λεγεωναρίων και σε κάποιες ποιητικές, χορογραφημένες ως tableaux vivants σκηνών, αδυνατεί να μιλήσει ανοιχτά, τα πάντα αφήνονται ως υπονοούμενο και το κυριότερο, το μήλο της έριδος Ζιλ Σαντέν, ουδέποτε έχει τον απαιτούμενο χρόνο στην οθόνη για να δικαιολογήσει τα όποια πάθη ξυπνά. 

Πάντοτε πίστευα πως τα καταραμένα θέματα θέλουν και καταραμένους σκηνοθέτες. Κι αν η Ντενί ήθελε να γυρίσει τον δικό της "Θάνατο στη Βενετία", θα έπρεπε να είχε εξασφαλίσει στον Σαντέν την είσοδο του Τατζιό στο αριστούργημα του Βισκόντι. Κι αν ήθελε να μιλήσει για τον ερωτισμό των ημίγυμνων ιδρωμένων κορμιών κάτω από τον ήλιο της ερήμου, σε μια κοινότητα αντρών, θα έπρεπε να είχε μελετήσει περισσότερο τον Παζολίνι. Εδώ όλα υποννοούνται, όλα είναι αφαιρετικά, με αποτέλεσμα μια ταινία που κάποιοι έσπευσαν να θαυμάσουν ως ελλειπτική. Όχι, είναι ελειμματική. Στα μικροπαραλειπόμενα της ταινίας, 1) κάποια στιγμή ένας λεγεωνάριος ακούγεται να μιλά άπταιστα ελληνικά. Είναι ο Δημήτρης Τσιαπκίνης, χορογράφος, χορευτής και θεωρητικός χορού στη Γαλλία. 2) Το τραγούδι των τίτλων έναρξης είναι τα "Φιλάκια" του Λευτέρη Πανταζή στην πρωτότυπη αραβική εκδοχή τους.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θέατρο - Ρουά ματ (2024)

Fourmi (2019)

Θέατρο - The Big Game (2024)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Το αγοροκόριτσο (1959) (Α/Μ)