Menschen am Sonntag (1930) (Α/Μ) (βωβό)


Ελληνικός τίτλος: Άνθρωποι την Κυριακή

Κομεντί, δημιουργία των Ρόμπερτ Σίοντμακ, Κερτ Σίοντμακ, Μπίλλυ Γουάιλντερ, Φρεντ Ζίννεμαν,  Ρόχους Γκλιζ και Έντγκαρ Τζ. Ούλμερ, με τους Έρβιν Σπλέτστέσσερ, Μπριγκίτε Μπόρχερτ, Βόλφγκανγκ φον Βάλτερσάουζεν, Κριστλ Έλερς, Άννι Σρέγερ.

Ο ταξιτζής Έρβιν, η κοπέλα του η Άννι που δουλεύει ως μανεκέν, η κομπάρσος Κρίστι, η φίλη της η Μπριγκίτε, πωλήτρια σε κατάστημα δίσκων και ο αντιπρόσωπος κρασιών Βόλφγκανγκ κατά τη διάρκεια μιας καλοκαιρινής Κυριακής στο Βερολίνο του 1929, μας αφηγούνται την πιο αναπάντεχα ανθρώπινη και τρυφερή ιστορία που αποτελεί μαζί και ντοκουμέντο μιας πόλης και μιας εποχής που έμελλε να αλλάξουν με βίαιο τρόπο. 

Έξι νεαροί που ονειρεύονταν να κάνουν σινεμά, φίλοι κοντά στα 30 τους τότε στο Βερολίνο και εντελώς άσημοι, αποφάσισαν να γυρίσουν μια ταινία. Λέγεται πως το σενάριο γράφτηκε σε χαρτοπετσέτες, καθώς η παρέα αυτοσχεδίαζε σε κάποιο βερολινέζικο καφέ, ακούγοντας μια ιδέα του Κερτ Σίοντμακ που θα μπορούσε να γίνει ταινία με το ελάχιστο δυνατό κόστος. Τα λεφτά τα έβαλε ο αδελφός του, ο Ρόμπερτ, που είχε λάβει 5.000 Μάρκα από έναν θείο του. Εξ ίσου αυτοσχεδιαστικά ξεκίνησαν και τα γυρίσματα που κράτησαν από τον Ιούλιο μέχρι τον Δεκέμβριο του 1929, με την κάμερα των φιλόδοξων κινηματογραφιστών να καταγράφει την πόλη, τους ανθρώπους της, τους δρόμους, τα τραμ, τα πάρκα, τις λίμνες και τα τραίνα σε ένα καταιγιστικό κολάζ τεκμηρίωσης που όμως μετατρέπεται σε εικόνα ζωντανή με λόγο και ουσία ύπαρξης. Εν μέσω της ίδιας της πόλης που αναδεικνύεται σε βασικό πρωταγωνιστή και βουβό (κυριολεκτικά) αφηγητή, συναντάμε και τους πρωταγωνιστές της ταινίας, οι οποίοι υποδύονται τον εαυτό τους, διατηρώντας μάλιστα τα ονόματά τους. Η μοναδική που είχε εμφανιστεί νωρίτερα στο σινεμά ήταν η Κριστλ Έλερς επειδή ακριβώς ήταν στην πραγματικότητα κομπάρσος. Μάλιστα, όπως αναφέρεται στους τίτλους έναρξης της ταινίας, όλοι τους επέστρεψαν στις κανονικές τους δουλειές μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων και την πρεμιέρα της ταινίας, τον Φεβρουάριο του 1930. 

Χωρίς διόλου να αντιλαμβάνεσαι πως οι ηθοποιοί δεν είναι ηθοποιοί αλλά την ίδια στιγμή να απολαμβάνεις τη χάρη της ρεαλιστικής τους συμπεριφοράς μπροστά από την κάμερα, παρακολουθείς την καθημερινότητά τους και τα σχέδιά τους να περάσουν την Κυριακή στην παραλία Βάνζεε, λίγο έξω από την πόλη. Κι όταν έρχεται επιτέλους η Κυριακή και η δουλειά του καθενός σταματά (εξαήμερο βλέπετε τότε), η ζωή όλων μετατρέπεται σε μια μεγάλη γιορτή, λες και σε ολόκληρο το Βερολίνο έβαλαν το μαγιώ τους και ξεχύθηκαν στα πάρκα και στις λίμνες. Ακριβώς εκεί, στην παραλία της Βάνζεε, είναι που δημιουργούνται παρεξηγήσεις, γεννιούνται έρωτες, ξεσπούν ζηλοτυπίες και χέρια αγγίζονται τρυφερά, κάτω από τον ρυθμό της μουσικής από το φορητό γραμμόφωνο. Είναι τόσο υπνωτιστικά μαγικά τα πλάνα, με τόση αλήθεια να κρύβεται μέσα τους (η σκηνή ας πούμε όπου ο ταξιτζής δεν έχει αρκετά λεφτά για να πληρώσει το υδρο-ποδήλατο) που εν τέλει νιώθεις ότι παρακολουθείς οικογενειακό φιλμάκι από το δικό σου παρελθόν, την ίδια στιγμή που παρασύρεσαι στη δίνη των εικόνων από το Βερολίνο που μπολιάζουν εμβόλιμα την αφήγηση, οι οποίες από την πλευρά τους  πλάθουν τη φαντασίωση ενός πραγματικά μεγάλου περιπάτου σε μια σπουδαία πόλη.

Η τραγική ειρωνεία όμως είναι πως γνωρίζεις ότι αυτές οι εικόνες δεν θα κρατήσουν για πάντα. Όταν στο τέλος της ταινίας, ανανεώνουν το ραντεβού τους για την Κυριακή που θα ακολουθούσε, ξέρεις πως απέμεναν σχετικά λίγες Κυριακές προτού το όνειρο του μεσοπολεμικού Βερολίνου θα μετατρεπόταν σε εφιάλτη. Οι τίτλοι τέλους της ταινίας σηματοδοτούν και το επερχόμενο τέλος της εποχής, της πόλης και των ανθρώπων της που άφησαν πίσω τους για πάντα τις κυριακές αυτές. Το Βερολίνο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο δεν θα ήταν ποτέ ξανά το ίδιο. Η ανεμελιά στα πρόσωπα των ανθρώπων του θα έδινε τη θέση της στη φρίκη και στις τύψεις ολόκληρων γενεών. Ποιος να ξέρει τι απέγιναν ο ταξιτζής, η κομπάρσος, ο αντιπρόσωπος κρασιών, η πωλήτρια δίσκων και το μανεκέν; Οι δημιουργοί της ταινίας πάντως άφησαν οριστικά πίσω τους τις βερολινέζικες κυριακές. Τα αδέλφια Σίοντμακ έκαναν καριέρα στις ΗΠΑ, υπογράφοντας καλά B Movies, όπως και ο Έντγκαρ Τζ. Ούλμερ. Ο Μπίλλυ Γουάιλντερ και ο Φρεντ Ζίννεμαν έμελλε να χαράξουν τα ίχνη τους στο χρυσό Χόλυγουντ και να κερδίσουν Όσκαρ. Μόνο ο Ρόχους Γκλιζ έμεινε πίσω, γυρίζοντας ως σκηνοθέτης μόνο μία ακόμα ταινία μετά από το "Άνθρωποι την Κυριακή" και συνεχίζοντας την κινηματογραφική καριέρα του περιστασιακά ως καλλιτεχνικός διευθυντής.

Για περισσότερες κριτικές ταινιών, θεατρικών παραστάσεων, τηλεοπτικών σειρών και παρουσιάσεις κινηματογραφικών αιθουσών, ακολουθήστε το Cinemano στο Facebook και στο Instagram.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θέατρο - Ρουά ματ (2024)

Fourmi (2019)

Θέατρο - The Big Game (2024)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Το αγοροκόριτσο (1959) (Α/Μ)