John Wick: Chapter 4 (2023) (IMAX)


Ελληνικός τίτλος: John Wick -Κεφάλαιο 4

Περιπέτεια της Lionsgate σε σκηνοθεσία Τσαντ Στάχελσκι, με τους Κηάνου Ρηβς, Λώρενς Φίσμπερν, Ίαν ΜακΣέην, Μπιλ Σκάρσγκαρντ, Ντόνι Γεν, Σάμιερ Άντερσον.

Μολονότι ο Τζων Γουίκ θεωρεί πως βρήκε επιτέλους τον δρόμο να αποδεσμευθεί από την Υψηλή Τράπεζα μία και καλή, λογάριαζε χωρίς τον νέο αιμοδιψή επικεφαλής, κάποιον Μαρκήσιο, που θέλει να τον βγάλει από τη μέση. Τώρα, με έναν ατελείωτο αριθμό εκτελεστών στο κατόπι του και το μοναδικό του άσυλο να έχει γίνει στάχτη, στέκει μόνος εναντίον όλων, καθώς ακολουθεί έναν δρόμο χωρίς επιστροφή.

Ήταν αυτοί που χλεύαζαν την πρώτη ταινία ως σκουπίδι φτιαγμένο για ποπ κορν και μούλτιπλεξ (διότι η διανόηση στην Ελλάδα έχει δαιμονοποιήσει και τους πολυκινηματογράφους). Από την άλλη ήμαστε και εμείς, που είχαμε πάει με χαρά να ξαναβρούμε τον εφηβικό μας φίλο, τον Κηάνου, στη νέα του περιπέτεια και τον είχαμε απολαύσει, μαζί με ποπ κορν και νάτσος (καθότι ακαλλιέργητοι και σκουπιδοφάγοι). Εξαιρετικά είχαμε περάσει, έως ότου σκάει μύτη το Νο2 λίγα χρόνια αργότερα που σπάει τον κανόνα που θέλει τα sequel να μην είναι εφάμιλλα του πρώτου. Οι διανοούμενοι δεν είχαν αντιληφθεί ότι κάτι συμβαίνει, καθώς φαντάζομαι είχαν σοβαρότερα πράγματα να κάνουν (ίσως μετρούσαν τα καρρέ στην Περσόνα του Μπέργκμαν), έως ότου εμφανίζεται το Κεφάλαιο 3 που μας είχε αφήσει βλάκες. Το σινεμά όχι μόνο θυμόταν τον παλιό, καλό, ενήλικο ψυχαγωγικό του εαυτό, αλλά το έπραττε με φροντίδα και κινηματογραφική γνώση σε κάθε λεπτομέρεια, επενδύοντας με υπερηφάνεια στο είδος. Θυμάμαι πως ποτέ άλλοτε δεν είχα χάσει το μέτρημα των πτωμάτων που σωριάζονταν στην οθόνη, καταναλώνοντας μεγάλες ποσότητες ποπ κορν και νάτσος σε μούλτιπλεξ -είπαμε, ακαλλιέργητος σκουπιδοφάγος.

Εν έτει 2023 λοιπόν, κάνει την εμφάνισή του το Κεφάλαιο 4, και προκαλεί κοκομπλόκα και ουρές στα μπαρ για ποπ κορν (και νάτσος). Οι δε διανοούμενοι προσπάθησαν να σφυρίξουν αδιάφορα, αλλά καθώς η ταινία ξετυλίγεται με καταιγιστικούς ρυθμούς και με προσηλωμένη αρτιότητα που δύσκολα συναντάς σήμερα, κάτι πήγαν να ψελλίσουν περί ψυχαγωγικού σινεμά, αλλά τους ήρθε και λίγο βαριά η πτωματοσυσσώρευση και ανησύχησαν για τον εορτασμό της βίας και το προσχηματικό σενάριο. Τόσα νιώθουν, τόσα λένε, διότι το σενάριο όχι προσχηματικό δεν είναι αλλά έχει τόση δουλειά σε ρυθμό, εξέλιξη, κλιμάκωση και σε λεπτομέρεια στην κάθε σκηνή δράσης που καλό θα ήταν οι ενδιαφερόμενοι να το μελετήσουν προσεκτικά. Πέραν όλων αυτών των φαντασμαγορικών, αυτό που θαυμάζεις στο σενάριο του τέταρτου μέρους του Τζων Γουίκ είναι το χιούμορ που προκύπτει υπόγεια και αβίαστα, χωρίς να καταφεύγει στην εκβιαστικά χαριτωμένη ατάκα, κυρίως δε από την ερμηνεία του Κηάνου Ρηβς που έχει πλάσει μια ολοκληρωμένη και αυθύπαρκτη περσόνα, σε στάση, φωνή και παίξιμο, η οποία δεν μπάζει από πουθενά. 

Στο μεταξύ, οι δημιουργοί του φιλμ αντιλαμβάνονται πλήρως την υπερβολή του εγχειρήματος και κατορθώνουν να αποφύγουν κάθε ίχνος σοβαροφάνειας, σεβόμενοι το υπερ-ρεαλιστικό του εγχειρήματος και τραβώντας το στα άκρα, χωρίς όμως και να σπάνε πλάκα. Ως αποτέλεσμα, οι σκηνές μάχης και καταδίωξης είναι μακράν από τις καλύτερες, άρτια γραμμένες, χορογραφημένες και εκτελεσμένες, ενώ συνδυάζουν θαυμαστά την αγωνία με αυτό το υπόγειο χιούμορ για το οποίο μίλησα νωρίτερα. Αρκεί να δείτε τι συμβαίνει στη σεκάνς γύρω από την Αψίδα του Θριάμβου και θα καταλάβετε πόσα Όσκαρ πάνε χαμένα. Σε υψηλότατο επίπεδο και η καλλιτεχνική διεύθυνση της ταινίας, με σκηνογραφία υψηλής αισθητικής και σε απόλυτη συνάρτηση με το ύφος και τον ρυθμό του φιλμ, ενώ η φωτογραφία του Νταν Λάουστσεν, φωτίζει βρώμικα την οθόνη, λουσμένη στο χρώμα και στις σκιές. Ο σκηνοθέτης Τσαντ Στάχελσκι, έχοντας πλέον την εμπειρία των τριών προηγούμενων κεφαλαίων, ωριμάζει καρέ το καρέ, αλλά δεν επιτρέπει στον εαυτό του να μεγαλοπιαστεί, παρά το σαφώς μεγαλύτερο budget, διατηρώντας αυτούσια την ατμόσφαιρα του παιχνιδιάρικα και αθώα ανεξάρτητου πρώτου φιλμ. Την ίδια ωριμότητα ορίζει και στο εξαιρετικό μοντάζ του Νέηθαν Όρλοφ που αφήνει τα πλάνα να ανασαίνουν και να διαρκούν όσο πρέπει, επιτρέποντας στον καταιγισμό των εικόνων να γίνεται αντιληπτή από το ανθρώπινο μάτι και στα στατικά κάδρα να γιγαντώνουν την αίσθηση απειλής. Λατρεία ο Μαρκήσιος του Μπιλ Σκάρσγκαρντ. Φιλική συμβουλή: μην επιχειρήσετε να μετρήσετε τα πτώματα. 

Για περισσότερες κριτικές ταινιών, θεατρικών παραστάσεων, τηλεοπτικών σειρών και παρουσιάσεις κινηματογραφικών αιθουσών, ακολουθήστε το Cinemano στο Facebook και στο Instagram.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θέατρο - Ρουά ματ (2024)

Fourmi (2019)

Θέατρο - The Big Game (2024)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Το αγοροκόριτσο (1959) (Α/Μ)