Mandy (2018)


Θρίλερ σε σκηνοθεσία Πάνου Κοσμάτου, με τους Νίκολας Κέητζ, Άντρεα Ράιζμπορω, Λάινους Ρόουτς.

1983, στα Όρη της Σκιάς της ερήμου Μοχάβε, όπου έχουν το σπιτικό τους ο ξυλοκόπος Ρεντ Μίλλερ και η κοπέλα του, η Μάντυ Μπλουμ, καλλιτέχνις και συγγραφέας. Παραδομένοι στη γλυκιά ρουτίνα και στον έρωτά τους, περνούν τις ημέρες τους σε αυτόν τον μικρό, ιδιωτικό παράδεισο, μακριά από τον κόσμο αλλά πολύ κοντά ο ένας στον άλλον. Μόνο που αυτή η γαλήνη θα διακοπεί βίαια από τον Τζερεμάια, τον ηγέτη της θρησκευτικής αίρεσης "Παιδιά της Νέας Αυγής", που βλέπει τυχαία τη Μάντυ στον δρόμο και αποφασίζει να την κάνει δική του, υπό κάθε έννοια. Έτσι, παραγγέλνει σε ένα από τα τσιράκια του να την απαγάγει, ζητώντας τη βοήθεια των Μαύρων Κρανίων, μιας δαιμονικής συμμορίας μοτοσικλετιστών. 

Βυθισμένη σε μια ψυχοτρόπο ατμόσφαιρα και λουσμένη σε χρώματα αλλόκοτα, η "Μάντυ" δίνει το εικαστικό στίγμα της εξ αρχής, ξεκαθαρίζοντας πως πρόκειται περισσότερο για ταινία φόρμας παρά ουσίας. Την ίδια στιγμή, ο σκηνοθέτης Πάνος Κοσμάτος (γιος του Τζωρτζ) επιλέγει να την τοποθετήσει στα χρόνια του '80 και να την περιλούσει με την ατμόσφαιρα όλων αυτών των δευτερο(τριτο)κλασάτων ταινιών τρόμου της εποχής που γυρίζονταν με το κιλό γα να κυκλοφορήσουν απ' ευθείας σε βιντεοκασέτα, πολλάκις χωρίς ιερό και όσιο σε κάθε στάδιο της δημιουργικής διαδικασίας. Υπό αυτό το πρίσμα, λοιπόν, αντιλαμβάνομαι το hype και το ντε φάκτο cult status της όλης προσπάθειας, ειδικά σε ό,τι αφορά το πρώτο ημίωρο, όταν ουσιαστικά εκτιθέμεθα σε αυτό το παραμορφωμένο σύμπαν γεμάτο από λήψεις, μοντάζ και ερμηνείες που μοιάζουν να βγήκαν υπό την επήρρεια παραισθησιογόνου ουσίας. Από εκεί και μετά όμως η επανάληψη αυτού του στυλ αρχίζει να γίνεται κουραστική και μολονότι το φιλμ ακολουθεί σωστά την πεπατημένη μιας ιστορίας προσωπικής εκδίκησης, η εμμονή στη φόρμα αρχίζει να γίνεται αφόρητη. Για να το πω πιο απλά, εάν θέλεις να αποτίσεις φόρο τιμής στις κακές ταινίες τρόμου με τις οποίες πολλοί μεγαλώσαμε, πρέπει να έχεις τα κότσια να βγάλεις κάτι ανώτερο από το χειρότερο επί του οποίου στηρίζεις το εγχείρημά σου. Στη "Μάντυ" λοιπόν, πέραν της φόρμας, τίποτα δεν είναι καλύτερο, με μεγαλύτερο ελάττωμα την αβάσταχτα μεγάλη διάρκεια της ταινίας που πλησιάζει τις δύο ώρες. Και είναι ελάττωμα, γιατί πολύ απλά η μεγάλη διάρκεια προκύπτει από τα πλάνα που σέρνονται και τους διαλόγους που εκφέρονται βασανιστικά αργά και υποτονικά, σχεδόν ψιθυριστά. Σαφέστατα η ατμόσφαιρα εντυπωσιάζει, όπως σαφέστατα υπάρχουν ωραίες στιγμές, όμως αυτή η εμμονή στη φόρμα και στο επιτηδευμένα cult ύφος σέρνουν (κυριολεκτικά) την ταινία στα Τάρταρα. 

Προσωπικά, βρήκα κορυφαία τη σκηνή όπου στην τηλεόραση παίζει η διαφήμιση μιας μάρκας τσένταρ, ψεύτικη και ειδικά γυρισμένη για την ταινία, όπου το Τελώνιο του Τσένταρ έχει φάει όλα τα μακαρόνια με τυρί μιας οικογένειας και όταν τα παιδιά διαμαρτύρονται, εκείνο επιστρέφει και ξερνάει το τσένταρ στα πιάτα τους.

Μεγάλο μέρος των χρημάτων για τα γυρίσματα της ταινίας βρέθηκε χάρη σε πλατφόρμα χρηματοδότησης (fan funding), όπου το κοινό μπορεί να γίνει "συμπαραγωγός" του φιλμ μέσω της καταβολής όποιου ποσού επιθυμεί. Τέλος, νομίζω πως πρέπει να αναφερθεί ότι ο τίτλος της ταινίας εμφανίζεται ακριβώς μία ώρα μετά την έναρξη. 

Για περισσότερες κριτικές ταινιών και παρουσιάσεις σειρών και κινηματογραφικών αιθουσών, ακολουθήστε μας στο Facebook στη σελίδα Cinemano.

Αν αγαπάτε τα θρίλερ και το μυστήριο, θα βρείτε κείμενα και κριτικές από το αρχείο του Cinemano, εδώ.


 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θέατρο - Ρουά ματ (2024)

Fourmi (2019)

Θέατρο - The Big Game (2024)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Το αγοροκόριτσο (1959) (Α/Μ)