1968 (2018)


Δραματοποιημένο ντοκυμανταίρ σε σκηνοθεσία Τάσου Μπουλμέτη, που εστιάζει στη μεγάλη και απρόσμενη νίκη της ομάδας μπάσκετ της ΑΕΚ έναντι της τσεχοσλοβάκικης Σλάβια, για το ευρωπαϊκό κύπελλο, τον Απρίλιο του 1968.

Είναι μαστόρικη η νέα δουλειά του Τάσου Μπουλμέτη, ο οποίος μετά την "Πολίτικη κουζίνα" και τον "Νοτιά", εγκαταλείπει -ως έναν βαθμό- τη μυθοπλασία και γυρίζει ένα άκρως ενδιαφέρον και συγκινητικό φιλμ που ενώ στην ουσία είναι ντοκυμανταίρ, χρησιμοποιεί και ηθοποιούς ώστε και να αφηγηθεί τα γεγονότα των ημερών εκείνων αλλά και να στήσει στην οθόνη το ευρύτερο κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο της εποχής. Ως αποτέλεσμα, έχουμε μια ταινία που υπερβαίνει αυτό καθ'εαυτό το είδος του κινηματογράφου τεκμηρίωσης αλλά ακόμα και αυτό το ίδιο της το θέμα. Ο αγώνας μπάσκετ της ΑΕΚ με τη Σλάβια μπορεί να είναι ο βασικός καμβάς της ιστορίας και της ταινίας, όμως το φιλμ υπερβαίνει το γεγονός και το χρησιμοποιεί ως πλαίσιο για να αφηγηθεί ταυτόχρονα ιστορίες ξεριζωμού, ιστορίες ανθρώπων και άρα την ιστορία της ίδιας της χώρας.

Δεν σας κρύβω ότι διατηρούσα κάποιες επιφυλάξεις ως θεατής για την ταινία, ειδικότερα δε προτού συνειδητοποιήσω πως έχουμε να κάνουμε με ντοκυμανταίρ. Δεν είμαι ούτε ΑΕΚτζής ούτε τρελός φαν των αθλητικών μεταδόσεων και γεγονότων, οπότε πραγματικά αναρωτιόμουν σε ποιον βαθμό μια τέτοια ταινία θα μπορούσε να μου κεντρίσει το ενδιαφέρον και να με κρατήσει στην πολυθρόνα του σινεμά. Με μεγάλη μου χαρά, λοιπόν, ανακοινώνω το σκορ: Μάνος-1968, σημειώσατε 2!

Αν κάτι χαρακτηρίζει τις ταινίες του Μπουλμέτη, παρά τις όποιες αδυναμίες μπορεί να εντοπίσει κανείς, είναι πως έχουν ψυχή. Έχουν έναν λόγο οι ιστορίες που αφηγείται, κουβαλάνε μνήμες, εικόνες και συναισθήματα, είτε αυτά βγαίνουν από τη μαγειρική της "κουζίνας", είτε από τη μάντισσα Ζωζώ Σαπουντζάκη στο "νοτιά". Ίσως, μάλιστα, να επαναλαμβάνει την κεντρική ιδέα της "κουζίνας" σε κάθε ταινία του, πως το μυστικό της επιτυχίας είναι στα καρυκεύματα. Και το 1968 είναι γεμάτο από αρωματικά μπαχάρια.

Κατ' αρχήν έχουμε ένα πλούσιο οπτικό υλικό από τον ίδιο τον αγώνα, εξαιρετικά τοποθετημένο χωροχρονικά μέσα στην ταινία. Με πιο απλά λόγια, είναι σαν να παρακολουθείς τον αγώνα από αρχής μέχρι τέλους, υπό τον ήχο της περιγραφής του Βασίλη Γεωργίου, έτσι όπως ακουγόταν στο ραδιόφωνο της ΥΕΝΕΔ, και μάλιστα όχι μόνο να τον παρακολουθείς αλλά και να αγωνιάς για το αποτέλεσμα κάποιες φορές, παρ' ό,τι φυσικά είναι γνωστό. Την ίδια στιγμή, καθ' όλη τη διάρκεια του αγώνα, έρχονται εμβόλιμες οι αφηγήσεις των πρωταγωνιστών εκείνης της ημέρας, είτε είναι καλαθοσφαιριστές της ΑΕΚ ή της Σλάβια, είτε ο προπονητής της ομάδας της ΑΕΚ, είτε απλοί θεατές, είτε και ο ίδιος ο εκφωνητής, που τον συναντάμε στο Παναθηναϊκό Στάδιο, στο ίδιο σημείο ακριβώς όπου καθόταν εκείνη τη σπουδαία βραδιά. Κι αυτά που λέγονται στις αφηγήσεις δεν αφορούν απλά τον αγώνα ή τους φανατικούς των σπορ. Είναι τόσο πικάντικες και γεμάτες "μπαχάρια" οι εξιστορήσεις τους που αφήνεσαι σαν μικρό παιδί στα γόνατα του παππού σου όταν σου έλεγε ιστορίες από τα μικράτα του. Παράλληλα, δε, βλέπουμε κάποιες σκηνές από τη ζωή των παιχτών της ΑΕΚ εκείνες τις ημέρες ή και ακόμα πιο παλιές, από την ημέρα που αποφασίστηκε η ίδρυση του Συλλόγου, παιγμένες με ηθοποιούς, που έρχονται και κουμπώνουν στην αφήγηση και της δίνουν κινηματογραφική ζωή.

Το κερασάκι σε όλο αυτό το εγχείρημα και το στοιχείο που το διαφοροποιεί από οποιοδήποτε άλλο ντοκυμανταίρ, δραματοποιημένο ή μη, είναι τα μυθοπλαστικά στιγμιότυπα μιας ομάδας ανθρώπων -φανταστικοί χαρακτήρες όλοι τους- για το πώς βίωσαν εκείνη τη νύχτα και τι επίπτωση είχε στη ζωή του καθενός. Εκεί ο Μπουλμέτης παίζει τόσο με το χιούμορ όσο και με τη συγκίνηση, κερδίζοντας ουσιαστικά το στοίχημα για το αν μια ταινία με αθλητικό θέμα μπορεί να κρατήσει θεατές που δεν είναι απαραίτητα φίλαθλοι. Την ίδια στιγμή, αυτή η διαφοροποίηση είναι που γεννά και τις αδυναμίες της ταινίας, αφού άλλα "σκετσάκια" είναι επιτυχημένα και άλλα όχι τόσο. Οι σκηνές στο γραφείο κηδειών με τον Αντώνη Αντωνίου σε μεγάλα κέφια είναι απολαυστικές, όπως εξαιρετικός στη σύντομη εμφάνισή του είναι και ο Στέλιος Μάινας στη σεκάνς του λεωφορείου, την ίδια στιγμή όμως που ο εισπράκτορας (Μανώλης Μαυροματάκης) είναι ως ρόλος λίγο υπερβολικός, με κείμενο που απλά πασάρει ατάκες και στιγμιότυπα. Στα μάτια μου, αδύναμη ήταν γενικά η ιστορία στο προποτζίδικο, καθώς μου φάνηκε λίγο τραβηγμένη μόνο και μόνο για να ακουστούν πράγματα και γεγονότα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο σύντομος διάλογος του Θέμη Πάνου με τον Γιώργο Μητσικώστα ("χράτσα-χράτσα στο τζάμι τότε, χράτσα-χράστα και σήμερα ρε συ; όλο χράτσα-χράτσα;") δεν ήταν συγκλονιστικός.

Όσο καλές ή λιγότερο καλές, πάντως, κι αν είναι οι σύντομες σκηνές μυθοπλασίας, δεν λιγοστεύουν σε τίποτα τα αποθέματα ψυχής αυτής της ταινίας. Ούτε τη φροντισμένη της παραγωγή, ούτε τα καλοφτιαγμένα της οπτικά εφφέ, ούτε τη συγκινησιακά φορτισμένη και με κινηματογραφικό ρυθμό μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα. Το 1968 είναι μια ειλικρινής ταινία-απόσταγμα συλλογικής μνήμης και ελληνικής ιστορίας που ξεκινάει μισό αιώνα περίπου πριν από εκείνη τη σπουδαία βραδιά του Απρίλη. Και ίσως να γεννά κι ένα νέο είδος κινηματογραφικής αφήγησης που συνδυάζει την τεκμηρίωση και τη μυθοπλασία, προσφέροντας έναν αέρα ανανέωσης στο κινηματογραφικό ντοκυμανταίρ. Αυτό το σημείο αν είχε προσεχθεί λίγο περισσότερο κι αν είχαν αποφευχθεί κάποιες γραφικότητες, τότε θα είχαμε μια ακόμα σπουδαιότερη ταινία. Όμως, επειδή -θα το ξαναπώ- όλα αυτά -τα πολύ καλά και τα λιγότερο καλά- βγαίνουν μέσα από την ψυχή του δημιουργού της, μπορούν και μιλάνε κατ' ευθείαν και στην ψυχή του θεατή.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θέατρο - Ρουά ματ (2024)

Fourmi (2019)

Θέατρο - The Big Game (2024)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Θέατρο - Έρωτας-Κόκκινο Φιλί -Κεφάλαιο ΙΙΙ (2024)