Phantom thread (2017)


Ελληνικός τίτλος: Αόρατη κλωστή

Δραματική ταινία των Universal/Focus, σε σκηνοθεσία Πωλ Τόμας Άντερσον, με τους Ντάνιελ Ντέυ-Λιούς, Βίκυ Κριπς, Λέσλυ Μάνβιλ. 

Στο Λονδίνο των χρόνων του '50, ο Ρέυνολντς Γούντκοκ είναι ο αδιαμφισβήτητος κορυφαίος μόδιστρος, του οποίου οι δημιουργίες αποτελούν σημείο κοινωνικής αναγνώρισης και αισθητικής διάκρισης για τα μέλη της υψηλής κοινωνίας της πόλης την ίδια στιγμή που σηματοδοτούν την επιλογή των ευρωπαϊκών βασιλικών οίκων. Πλήρως αφοσιωμένος στο έργο του, απόλυτος, εμμονικά προσαρτημένος στην ιεροτελεστία της ρουτίνας του και εξαρτημένος από την αδελφή του, ο Ρέυνολντς δυσκολεύεται να μοιραστεί τη ζωή του με οποιαδήποτε γυναίκα, έως ότου γνωρίζει την Άλμα, μια γκαρσόνα σε ένα πανδοχείοο, με την οποία ενθουσιάζεται. Γοητευμένος από τη φαινομενική της αθωότητα, την προσκαλεί να μείνει και να εργαστεί στο σπίτι του, ξεκινώντας μια σχέση καταστροφικής ισορροπίας και αόρατων δεσμών τιμωρίας και λύτρωσης. 

Είναι από αυτές τις ταινίες που έχουν τη δύναμη να σε αρπάξουν από το πρώτο τους καρέ και να σε παρασύρουν στον κόσμο τους (εν προκειμένω, από την πρώτη νότα, στο μαύρο που μεσολαβεί μεταξύ του λογότυπου της εταιρείας και της πρώτης εικόνας). Την ίδια στιγμή, είναι από αυτές τις ταινίες που απαιτούν την απόλυτη παράδοση του θεατή και που σε αντίθετη περίπτωση προκαλούν την αντιπάθειά του. Όσο αντιφατικά κι αν είναι τα συναισθήματα που προκαλεί η ταινία, τόσο ενισχύουν τη δύναμή της. Είτε τη λατρέψεις είτε την αντιπαθήσεις (μέση οδός δεν υπάρχει), αυτή η αόρατη κλωστή που υφαίνεται από την οθόνη και τυλίγεται στο υποσυνείδητο όσων βρίσκονται στην αίθουσα έχει δύναμη και σε στοιχειώνει. Και όπως κάθε στοιχειό, είτε είναι φίλιο είτε τρομακτικό.

Η αλήθεια είναι πως η ταινία εύκολα μπορεί να γίνει αντιπαθής, καθώς ασχολείται με αντιπαθείς ανθρώπους. Ο Ρέυνολντς Γούντκοκ είναι απόλυτος και σκληρός μέσα στη δημιουργική ευφυΐα του, αρνούμενος οποιαδήποτε ουσιαστική συναισθηματική επαφή με τους ανθρώπους γύρω του, κλεισμένος σε έναν κόσμο που μοιάζει με φρούριο και με ακοίμητο φύλακα τη γεροντοκόρη αδελφή του που έχει δώσει τη ζωή της για να διατηρεί το επιθυμητό status quo. Όσο εκείνος δημιουργεί και μεγαλουργεί, τόσο εκείνη φροντίζει όλες τις λεπτομέρειες που θα του επιτρέψουν να συνεχίσει απερίσπαστος το έργο του. Από τις τεχνικές λεπτομέρειες στο ράψιμο των φουστανιών και τη διαχείριση του προσωπικού, μέχρι τον χωρισμό του από την εκάστοτε φιλενάδα του, τα πάντα αποτελούν δική της ευθύνη. Μόνο που η άφιξη της Άλμα, αυτής της αθώας, σχεδόν φοβισμένης κοπέλας που ξαφνικά ανακαλύπτει τον παράδεισο, τινάζει τις ισορροπίες στον αέρα.

Κανείς δεν είναι αθώος στην ταινία αυτή. Ταυτόχρονα δε κανένας δεν είναι αποκλειστικά ένοχος. Πεισιθανάτιες μαριονέτες και οι τρεις και ταυτόχρονα μαριονετοπαίχτες με μπλεγμένα τα νήματα που τους κρατούν στη ζωή, οι τρεις ήρωες του δράματος κοντράρονται και διεκδικούν το δικαίωμα στην ύπαρξη, ενώ αναζητούν τον λόγο που ζουν. Κλειστοφοβικό δράμα χαρακτήρων, άρτιο τεχνικά και με κορυφαίες ερμηνείες, κυλάει σαν ποτάμι στις φλέβες του σινεμά, άλλοτε γαλήνιο κι άλλοτε οργισμένο, αλλά πάντοτε περιορισμένο σε έναν αέναο κύκλο ζωής και θανάτου, καθώς ξεκινά από την καρδιά για να φτάσει στα άκρα και από εκεί να επιστρέψει και πάλι στην καρδιά, χωρίς ποτέ του να μπορεί να βρει τη διέξοδο προς την ανοιχτή θάλασσα και άρα την ελευθερία.

Αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής ο Ντάνιελ Ντέυ-Λιούις, σε μια κορυφαία ερμηνεία, η οποία πλάθει έναν ολοζώντανο άνθρωπο στην οθόνη, και τον οποίο ελέγχει με κάθε υπαρκτό και ανύπαρκτο εκφραστικό του μέσο. Από την καινούργια του φωνή (κυριολεκτικά), μέχρι τις κινήσεις των χεριών και των δακτύλων και από το βλέμμα που λάμπει από ενθουσιασμό μέχρι που αφήνει καταιγίδες, ο Ντάνιελ Ντέυ-Λιούις εφευρίσκει έναν άνθρωπο και του δίνει πνοή, μετουσιώνοντας εαυτόν σε Ρέυνολντς Γούντκοκ και όχι απλά ενσαρκώνοντάς τον. Εξίσου κορυφαία στο πλευρό του, η Λέσλι Μάνβιλ, στον ρόλο της αδελφής του της Σύριλ, πνιγηρή μέσα στα άβολα, στενά και πένθιμα φορέματά της, γίνεται η επιτομή του supporting ρόλου, απογειώνοντας τις μεταξύ τους σκηνές σε μεγάλες κινηματογραφικές στιγμές. Η Βίκυ Κριπς, στον ρόλο της Άλμα, ακροβατεί με επιτυχία σε έναν ιδιαίτερα επικίνδυνο ρόλο, μιας αγνής περιστέρας που συναντά τη Λαίδη Μάκβεθ, και τα καταφέρνει εξαίσια, κι αν μου επιτρέπετε, με προσωπικό της ρίσκο, αφού τον ρόλο της το σενάριο δεν τον βοηθά στο σύνολό του. 

Κι αν έχουμε να συζητήσουμε για τις αόρατες αδυναμίες της ταινίας, αυτές εντοπίζονται ακριβώς στο σενάριό της (το οποίο υπογράφει ο ίδιος ο σκηνοθέτης) που μολονότι τρέχει στρωτά και εξυπηρετεί τις σκηνές και την αφήγηση, είναι φορές που αφήνει την αίσθηση του συγκεχυμένου, αφού ανοίγει μέτωπα τα οποία και αφήνει ανοιχτά, ενώ δεν κατορθώνει να αιτιολογεί απόλυτα συνθήκες και γεγονότα. Λες και υπάρχουν σημεία που υπάρχουν μόνο και μόνο επειδή ακούγονται ωραία ή επειδή δημιουργούν στιγμές που εντυπωσιάζουν, αλλά ταυτόχρονα δεν αιτιολογούνται.

Όμως, ουδείς μπορεί να αρνηθεί πως ο σκηνοθέτης στήνει την ταινία του με δεξιοτεχνία, ενορχηστρώνοντας όχι μόνο τους ταλαντούχους του ηθοποιούς, αλλά και το σύνολο των συντελεστών της. Από την κλασσικότροπη φαινομενικά φωτογραφία εποχής που αλλάζει ανεπαίσθητα φωτεινότητα όπως η συννεφιά εναλλάσσεται με τα σύννεφα της καταιγίδας, μέχρι τα εξαίσια κουστούμια που αποκτούν ζωή σαν σιωπηλοί κομπάρσοι, η ταινία ξεδιπλώνεται σαν μια γκροτέσκα ώρες-ώρες χορογραφία, χάρη στο ρυθμικό μοντάζ (Ντύλαν Τίχενορ) που πατάει στον λόγο και τη μουσική (Τζώννυ Γκρήνγουντ). Τη μουσική που είναι άλλος ένας αόρατος πρωταγωνιστής, αφηγητής σχεδόν, που δίνει το τέμπο, το ύφος και το συναίσθημα -κόντρα στην εικόνα πολλές φορές. Από τζαζ αυτοσχεδιασμούς στο πιάνο που θυμίζουν μουσική υπόκρουση βωβής ταινίας μέχρι ανάλαφρα μινουέτα, η μουσική ένδυση της ταινίας σχολιάζει, ενδύει και ειρωνεύεται τη ζωή των ηρώων, ακόμα κι όταν απουσιάζει. Κι όταν απουσιάζει η μουσική, έρχονται οι ήχοι και οι θόρυβοι. Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο εκκωφαντικός ο ήχος που κάνει το αλάτι όταν πέφτει στο φαγητό ή το μαχαίρι που αλείφει το βούτυρο σε μια φρυγανιά.

Συμβολική, ερωτική, άρρωστα αισιόδοξη και απελπισμένη, η "Αόρατη Κλωστή" είναι κυριολεκτικά αυτό το αόρατο νήμα που μας κρατά στη ζωή, προσκολλημένους στο πλησίον που επιλέξαμε ή που μας επέλεξε με σκοπό την επιβίωση στο όνομα της συνύπαρξης. Είναι η ζωή που γεννιέται από την απειλή του θανάτου και ο έρωτας που απαιτεί τη συντριβή για να ξαναγεννηθεί και να ξαναγεννήσει την επιθυμία για ζωή.

Υ.Γ. Στην ταινία δεν αναφέρεται διευθυντής φωτογραφίας, καθώς λόγοι επαγγελματικών υποχρεώσεων δεν επέτρεψαν στον σκηνοθέτη να απασχολήσει τον μόνιμο συνεργάτη του έως τώρα Ρόμπερτ Έλγουιτ. Ως αποτέλεσμα, η ταινία γυρίστηκε χωρίς διευθυντή φωτογραφίας, με τον ίδιο τον Πωλ Τόμας Άντερσον να τοποθετεί την κάμερα (επικουρούμενος από το συνεργείο του), χωρίς ωστόσο να διεκδικεί τον τίτλο του διευθυντή φωτογραφίας.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θέατρο - Ρουά ματ (2024)

Fourmi (2019)

Θέατρο - The Big Game (2024)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Θέατρο - Έρωτας-Κόκκινο Φιλί -Κεφάλαιο ΙΙΙ (2024)