Sound of Metal (2019)


Ελληνικός τίτλος: Ήχος από μέταλλο

Δραματική ταινία της Stage 6 σε σκηνοθεσία Ντάριους Μάρντερ, με τους Ριζ Αχμέντ, Ολίβια Κουκ, Πωλ Ράτσι, Ματιέ Αμαλρίκ.

Τέως ναρκομανής, καθαρός όμως εδώ και τέσσερα χρόνια, ο Ρούμπεν, ντράμερ σε μέταλ συγκρότημα όπου τραγουδά η κοπέλα του η Λου, είναι πλέον αφοσιωμένος στη μουσική του και τη σχέση του. Μόνο που εντελώς ξαφνικά συνειδητοποιεί πως η ακοή του ελαττώνεται έως ότου πολύ γρήγορα χαθεί εντελώς. Σε κατάσταση πανικού, επισκέπτεται έναν γιατρό που του πιστοποιεί την κώφωση που θα επέλθει και ενώ αρνείται να δεχθεί την πραγματικότητα, πιέζεται από την κοπέλα του και τον μάνατζέρ τους να παραμείνει για λίγο καιρό σε μια μικρή κοινότητα κωφών για να μπορέσει να διαχειρισθεί τα νέα δεδομένα, προτού κατρακυλήσει και πάλι -όπως φοβούνται- στα ναρκωτικά.

Πρόκειται για ένα μικρό διαμάντι που δεν ξέρω αν το βοήθησε η πανδημία και η ανυδρία ταινιών που αυτή προκάλεσε ώστε να φτάσει μέχρι τα Όσκαρ, όμως είμαι πολύ χαρούμενος που έστω και έτσι είχαμε την ευκαιρία να το γνωρίσουμε και να το απολαύσουμε. Δεν υπαινίσσομαι πως η ταινία αδίκως διεκδικεί έξι αγαλματάκια, τουναντίον συμφωνώ απόλυτα, απλά αναρωτιέμαι εάν θα είχε την ίδια ευκαιρία με τον ισχυρό ανταγωνισμό που θα αντιμετώπιζε εάν είχαν βγει μέσα στο 2020 όσες ταινίες ήταν να βγουν κανονικά. Σε δύο ανθρώπους οφείλεις να σταθείς εν πρώτοις παρακολουθώντας την ταινία: στον νεαρό και πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη (και σεναριογράφο) Ντάριους Μάρντερ και στον πρωταγωνιστή Ριζ Αχμέντ. Ο πρώτος, με μόλις ένα ντοκυμανταίρ στο ενεργητικό του 9 χρόνια νωρίτερα, υπογράφει μία "μικρή" ταινία με τεράστια αποθέματα ψυχής και ιστορία επικεντρωμένη στο θέμα της με αφοσίωση, γνώση και μεγαλείο. Σε ιστορία και σενάριο δικά του, για τα οποία συνεργάστηκε με τον αδερφό του (μουσικό, κι αυτό λέει πολλά) Άμπραχαμ Μάρντερ και με τον Ντέρεκ Τσιανφράντσε, επιλέγει να εστιάσει στην προσωπικότητα του κεντρικού του ήρωα, αφήνοντας τους ανθρώπους γύρω του να κρατήσουν τα μπόσικα σε μια περιπλάνηση αυτογνωσίας και πρωτίστως αποδοχής. Με ασφυκτικά κοντινά που σε κάνουν βλέπεις τους πόρους του δέρματος και τις φλέβες στο λευκό των ματιών του Ρούμπεν, κάμερα στο χέρι που μεταφέρει μια αίσθηση ρεπορτάζ ή ντοκυμανταίρ που επιβραβεύει την αληθοφάνεια και μια πλήρως ελεγχόμενη καθοδήγηση των ηθοποιών του, ο Ντάριους Μάρντερ δεν ξεφεύγει βήμα από το θέμα και τις προθέσεις του και σε γραπώνει από το πρώτο εκκωφαντικό πλάνο έως αυτό το τελευταίο, το άκρως σιωπηλό μα και τόσο γαλήνιο που φέρνει ανατριχίλες στο κορμί και υγραίνει τα μάτια. 

Υπάρχει βέβαια και ο έτερος μεγάλος συνεργός της όλης επιτυχίας, ο ξεχωριστός Ριζ Αχμέντ που δίνει έναν Ρούμπεν ξεχωριστής υποκριτικής επεξεργασίας, αληθινό, υπαρκτό, χωρίς ίχνος οσκαροϊκετευτικής προδιάθεσης που παίζει με τα μάτια, το πρόσωπο, τα χέρια ακόμα και με τους μύες του σώματος που τους βλέπεις να συσπώνται. Φοβισμένο παιδί και ταυτόχρονα επίφοβος και επικίνδυνος (περισσότερο ως προς τον εαυτό του), ο Ρούμπεν χάνει σιγά-σιγά τα πάντα για να διαπιστώσει τι από όλα αυτά είχε τελικά αξία. Θυμώνει, οργίζεται, αρνείται, ελπίζει, τολμάει, αποδέχεται και γαληνεύει, και όλα αυτά τα διυλίζει μέσα από τη φωνή, το σώμα και τη ματιά. Δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ και στην ερμηνεία του Πωλ Ράτσι, του υπεύθυνου στην κοινότητα κωφών, για αυτήν την εσωτερική πραότητα και πατρική αυστηρότητα που διακατέχουν την ερμηνεία του που αποτελεί την επιτομή ενός supporting ρόλου, αφού είναι αυτός που κυριολεκτικά στηρίζει τον πρωταγωνιστή τόσο ως χαρακτήρα όσο και ως ερμηνεία.

Μακριά από κάθε διάθεση εύκολων συγκινήσεων και πολλών ανοικτών μετώπων, η ταινία ξετυλίγει την ιστορία της απλά και σταράτα, κοιτώντας μας κατάματα και κάνοντάς μας συνένοχους (και συμμέτοχους) στο δράμα με αυτό το υψηλής τεχνικής και δεξιοτεχνίας παιχνίδι των ήχων. Υπέροχη η έμπνευση σεναρίου και σκηνοθεσίας και απίστευτης λεπτομέρειας η δουλειά που έχει γίνει στη δημιουργία και στη μίξη των ήχων που όχι μόνο δικαιολογεί τον τίτλο, όχι μόνο σε κάνει να μπαίνεις στο κεφάλι του Ρούμπεν, αλλά το κυριότερο σε αναγκάζει πολλές φορές να προσπαθήσεις να ξεβουλώσεις τα αυτιά σου γιατί όντως το μείγμα των εφφέ, του βόμβου και των θορύβων δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι και εσύ ο ίδιος δεν ακούς καλά. Έξι υποψηφιότητες για Όσκαρ.

Για περισσότερες κριτικές ταινιών, σειρών και παρουσιάσεις κινηματογραφικών αιθουσών, ακολουθήστε μας στο Facebook στη σελίδα Cinemano.

Αν αγαπάτε τις δραματικές ταινίες, θα βρείτε το αρχείο κειμένων του Cinemano, εδώ.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θέατρο - The Big Game (2024)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Fourmi (2019)

Θέατρο - Έρωτας-Κόκκινο Φιλί -Κεφάλαιο ΙΙΙ (2024)

Το αγοροκόριτσο (1959) (Α/Μ)