Sala samobójców. Hejter (2020)


Ελληνικός τίτλος: The hater

Θρίλερ σε σκηνοθεσία Γιαν Κόμασα, με τους Ματσιέι Πάσεβιτς, Βανέσα Αλεξάντερ, Ντανούτα Στένκα, Γιάσεκ Κόμαν, Άγκατα Κούλεζα, Ματσιέι Στουρ, Πιοτρ Μπέντρον, Άνταμ Γκράντοφσκι.

Ο Τόμαζ Γκιέμζα, φοιτητής της Νομικής, αποβάλλεται από τη σχολή του εξαιτίας λογοκλοπής. Προσπαθώντας να διατηρήσει την εύνοια της οικογένειας Κράσουκα, παλαιών πελατών στον ξενώνα των γονιών του και οι οποίοι τον ενισχύουν οικονομικά, τους επισκέπτεται στο σπίτι όπου όμως διαπιστώνει πως τον θεωρούν παρακατιανό, άποψη που συμμερίζεται και η κόρη τους, με την οποία έχει ψύχωση. Αποκρύπτοντας από τους πάντες την αποβολή του, πιάνει δουλειά σε μια εταιρεία ιντερνετικής προβολής, που στην ουσία αποτελεί στρατό οργανωμένων τρολ που δυσφημούν ή προωθούν εταιρείες και πρόσωπα, ανάλογα με τις επιθυμίες των πελατών τους. Αφού καταφέρνει με δική του πρωτοβουλία να καταστρέψει μια influencer που προωθούσε φυσικούς χυμούς, η διευθύντρια της εταιρείας τον τοποθετεί στην ομάδα σπίλωσης του υποψήφιου δημάρχου Πάβελ Ρούντνισκι, που εκτός των άλλων είναι και προσωπικός φίλος των Κράσουκα. Κάνοντας ό,τι περνά από το χέρι του για να ικανοποιήσει την εταιρεία του αλλά και τη δική του σκοτεινή ατζέντα, ο Τόμαζ δεν αργεί να περάσει σε άκρα από τα οποία δεν υπάρχει επιστροφή.

Ένας ιδανικός πρωταγωνιστής με πρόσωπο που μοιάζει με κέρινη μάσκα η οποία κρύβει το αέναο μίσος του για όσους τον υποτιμούν, ένα έξυπνο και σημερινό σενάριο καθώς και ένας ανελέητος σχολιασμός της σύγχρονης πραγματικότητας στα social media με την όποια της συνέπεια στις πολιτικές εξελίξεις, σε αρπάζουν από τον λαιμό από την πρώτη κιόλας σκηνή και δεν σε αφήνουν να ανασάνεις ούτε λεπτό μέχρι το τέλος. Χαμηλότονη, απειλητική και αγωνιώδης, η ιστορία ξετυλίγεται με σπουδαίες κινηματογραφικές αρετές σε κάθε τομέα, παντελώς απρόβλεπτη όπως και ο κεντρικός της ήρωας, ανελέητη όπως τα social media και εφιαλτική όπως τείνει να γίνει η παρουσία ακραίων οργανώσεων μίσους στην Ευρώπη και αλλού. Με υποβλητική φωτογραφία (Ράντοσλαβ Λάτζουκ), ρυθμικό μοντάζ (Αλεξάντρα Γκόβιν) που υπαγορεύει την αφήγηση και με εύστοχη μουσική (τόσο το score του Μίχαλ Γιάκαζεκ όσο και οι επιλογές του soundtrack), η ταινία βυθίζεται στο σκοτάδι της ψυχής του ήρωα για να μιάνει όσους αγγίζει, χωρίς οίκτο, χωρίς τύψεις, χωρίς ήθος στη συλλογιστική του. Ίσως εκεί να χρειαζόταν μια κάποια βοήθεια από το σενάριο (Ματέους Πάσεβιτζ), το οποίο δεν μας δίνει αρκετές πληροφορίες για το παρελθόν του Τόμαζ, πέραν κάποιων γενικόλογων αναφορών σε ένα -κλειστό πλέον- εξοχικό κατάλυμα των γονιών του, για την κατάσταση των οποίων επίσης δεν μαθαίνουμε κάτι συγκεκριμένο. Όχι πως αυτή η έλλειψη στοιχείων αλλοιώνει τις αποφάσεις και τον χαρακτήρα του κεντρικού ήρωα, δεν παύει όμως να δημιουργεί ένα επιπλέον μυστήριο, το οποίο δεν ξέρεις ποτέ αν παίζει κάποιον ρόλο σε όσα διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια σου. Παρ' όλα αυτά, η ανάγκη του Τόμαζ, αόρατου σε πολλούς και απόλυτο τίποτα για ακόμα περισσότερους, να μεταμορφωθεί σε κάτι σπουδαίο, όσο κι αν δεν εξηγείται απόλυτα από το σενάριο, δεν παύει να αποτελεί σημείο αναφοράς του σήμερα που εκφράζεται μέσα από το άσβεστο μίσος που μπολιάζει στις μισές αναρτήσεις από όσες διαβάζουμε καθημερινά. Η σύγκρουση της εικονικής με την πραγματικότητα της ζωής εν μέσω της καθοδηγούμενης εν πολλοίς θεοποίησης του ίντερνετ, πλάθει ένα ζοφερό σύμπαν όπου η αλήθεια μοιάζει αδύναμη μπροστά στο κατασκευασμένο ψέμα και όπου η λάσπη και ο "αυθορμητισμός" απέχουν μόλις κάποια χιλιοστά από τον ολοκληρωτισμό και την επιβολή σκοταδιστικών απόψεων. 

Η ταινία ίσα που πρόλαβε να βγει στους κινηματογράφους της Πολωνίας, ελάχιστες ημέρες πριν την επιβολή του lockdown για να μεταφερθεί λίγο αργότερα σε μια εθνική πλατφόρμα streaming, με το Netflix να αγοράζει τα δικαιώματα της διεθνούς διανομής. Ο πρωτότυπος τίτλος "Δωμάτιο Αυτοκτονίας: Hater" συνδέει αυτήν εδώ την ταινία με μια προηγούμενη του σκηνοθέτη ("Δωμάτιο Αυτοκτονίας", 2011) χωρίς όμως να χρειάζεται να την έχουμε δει. Απλά, η διευθύντρια του Τόμαζ στην εταιρεία διαδικτυακής προβολής ήταν πρωταγωνίστρια και στην προηγούμενη, που ασχολείτο εξίσου με τη σκοτεινή πλευρά του ίντερνετ. Να θυμίσω επίσης πως ο Γιαν Κόμασα σκηνοθέτησε και το "Corpus Christi" που έφτασε μέχρι τις ελληνικές αίθουσες αλλά και την πεντάδα για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.

Για περισσότερες κριτικές ταινιών και παρουσιάσεις σειρών και κινηματογραφικών αιθουσών, ακολουθήστε μας στο Facebook στη σελίδα Cinemano.

Αν αγαπάτε τα θρίλερ και το μυστήριο, θα βρείτε κείμενα και κριτικές από το αρχείο του Cinemano, εδώ.
 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θέατρο - Ρουά ματ (2024)

Fourmi (2019)

Θέατρο - The Big Game (2024)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Το αγοροκόριτσο (1959) (Α/Μ)