Lady Bird (2017)


Κομεντί των Universal/Focus/A24, σε σκηνοθεσία Γκρέτα Γκέργουιγκ, με τους Σέρσα Ρόναν, Λώρι Μέτκαλφ, Τιμοτέ Σαλαμέ, Λούκας Χέτζες, Τρέησυ Λετς. 

Μια 17χρονη κοπέλα αντιμετωπίζει με τρόμο -κι ας μην το παραδέχεται- την ενηλικίωση, στο Σακραμέντο της Καλιφόρνια το 2002. Επιμένοντας να την αποκαλούν Lady Bird, όνομα που η ίδια έχει δώσει στον εαυτό της και όχι Κριστίν που είναι το κανονικό της, και με τις εφηβικές ορμόνες στο φουλ, αυτή η απρόσμενη επαναστάτρια κάνει τα αδύνατα-δυνατά για να αποποιηθεί τις ρίζες της -ξεκινώντας τόσο από το όνομά της, περνώντας στα ψέματα που λέει για το σπίτι και την καταγωγή της στους πλούσιους συμμαθητές της και καταλήγοντας στην τεράστια επιθυμία της να σπουδάσει σε πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, αφού εκεί κρίνει πως βρίσκει αντίκρυσμα η καλλιτεχνική της φύση. Με μια έντονη σχέση αγαπημίσους με τη μητέρα της, η νεαρή Lady Bird ψάχνει να βρει τη θέση της σε έναν κόσμο που την τρομάζει αλλά και τη γοητεύει.

Είναι συναρπαστικό το σενάριο της ταινίας, το οποίο φέρει την υπογραφή της σκηνοθέτριας, καθώς κατορθώνει να συγκεντρώσει τις ανησυχίες, τις προσδοκίες και το άγχος της εφηβείας απέναντι σε μια ζητούμενη τελειότητα, ενώ την ίδια στιγμή σχολιάζει ουσιαστικά τη σχέση μάνας και κόρης, ως δύο αιώνιους αντίπαλους που όμως βρίσκονται στο ίδιο στρατόπεδο. Με μια διαρκή και διακριτική ειρωνεία και ένα ουσιαστικό χιούμορ, τόσο η ιστορία όσο και οι διάλογοι έχουν ζουμί και ενδιαφέρον , είτε αφορούν στιγμές από την καθημερινότητα της ηρωίδας, είτε πηγαίνουν στα βαθιά, είτε αναζητώντας την αλήθεια πίσω από τη σχέση της με την καταπιεστική -τουλάχιστον στα μάτια της- μητέρα της. Είναι εξαιρετικές οι μεταξύ τους σκηνές, και μάλιστα είναι αυτές με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, με την κάθε λέξη να κορυφώνει διαρκώς τους αέναους και μάλλον τετριμμένους καβγάδες τους (οι αντιδράσεις και των δύο στη σκηνή όταν διαλέγουν φόρεμα σε ένα κατάστημα είναι πράγματι σπουδαία καλογραμμένες). 

Εμφανώς πρόκειται για ιστορία που κουβαλάει προσωπικές μνήμες και συναισθήματα, καθώς η ίδια η Γκρέτα Γκέργουιγκ κατάγεται από το Σακραμέντο, το οποίο με τον τρόπο του κυριαρχεί στην ταινία ως ένας βουβός πρωταγωνιστής, γεγονός που το αντιλαμβάνεσαι μεν, αλλά δύσκολα το κατανοείς δε, καθώς το πώς ακριβώς μεταφράζεται το Σακραμέντο σημασιολογικά δύσκολο να το συλλάβει κάποιος που βρίσκεται -κυριολεκτικά- μακριά από εκεί. Η ίδια η πόλη βλέπετε δεν είναι εμφανώς ούτε καθώς πρέπει ούτε φτωχική κι ερημωμένη ώστε να είναι εύκολα κατανοητός ο λόγος που η ηρωίδα θέλει τόσο πολύ να αποδράσει από εκεί την ίδια στιγμή που το αγαπάει τόσο. Αποδέχεσαι βέβαια τη συνθήκη και προχωράς, όμως κάπου εκεί χάνεται λίγο η οικουμενικότητα της ιστορίας που θα βοηθούσε και στη μεγαλύτερη συναισθηματική εμπλοκή του θεατή. 

Την ίδια στιγμή, η ταινία υποφέρει κάπως από τα στυλιστικά πρότυπα του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά, το οποίο -όπως έχω πει πολλές φορές- κουβαλάει το άγχος να μην μοιάζουν οι ταινίες του με mainstream παραγωγές. Αυτό το άγχος, όμως, οδηγεί συχνά στην απέναντι όχθη, με αποτέλεσμα πολλά από τα "ανεξάρτητα" να μοιάζουν πολύ μεταξύ τους σε ύφος και αντιμετώπιση, με κοινό παρανομαστή το υποπαίξιμο, μια νωθρότητα στις ερμηνείες και μια αποστασιοποιημένη σκηνοθετική καθοδήγηση των ηθοποιών, λες και οι δημιουργοί τους φοβούνται μήπως το φιλμ τους θυμίσει κωμωδία ή δράμα από τα "άλλα". Έτσι και στο Lady Bird, οι ερμηνείες δείχνουν υποτονικές, περισσότερο ειρωνικές από όσο θα έπρεπε, με αποτέλεσα να χάνουν σε δύναμη εκεί που θα έπρεπε να υπερτερούν. Κάποιες φορές δε η αντιμετώπιση αυτή ενέχει τον κίνδυνο η ταινία -μολονότι στοχεύει σε μια απλότητα- να γίνεται εστέτ ή ακόμα και σνομπ.

Ενδεχομένως ουδόλως να ήταν αυτή η πρόθεση της σκηνοθέτιδος, εκ του αποτελέσματος όμως η ταινία βρίθει αυτής της "ανεξαρτητίλας" και δυναμιτίζει τον εαυτό της. Παρ' όλα αυτά, υπάρχει ένα εξαιρετικό καστ που ακροβατώντας στο σκηνοθετικό ύφος κατορθώνει να βγάζει μεγάλες ερμηνείες, με πρώτη και καλύτερη τη Σέρσα Ρόναν που με όλες τις συναισθηματικές διακυμάνσεις τις οποίες εξερευνά (έστω και υποπαίζοντας) δίνει μια ολοκληρωμένη έφηβη κοπέλα, την οποία εύκολα μπορείς να αντιληφθείς (χωρίς απαραίτητα και να συμπάσχεις). Εξαιρετική (και ακόμα πιο ολοκληρωμένη ως παρουσία) η Λώρι Μέτκαλφ στον ρόλο της μητέρας της που δείχνει να έχει ψάξει βαθιά την ηρωίδα της και να την παρουσιάζει αβίαστα και με περίσσια φυσικότητα. Σε δύο μικρής διάρκειας ρόλους ξεχωρίζουν και τα δύο ανερχόμενα αστέρια, τόσο ο Λούκας Χέτζες (που πέρυσι είχαμε δει στο "Μια πόλη δίπλα στη θάλασσα", όσο και ο Τιμοτέ Σαλαμέ, πρωταγωνιστής του "Να με φωνάζεις με τ'όνομά σου".

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θέατρο - Ρουά ματ (2024)

Θέατρο - The Big Game (2024)

Fourmi (2019)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Θέατρο - Έρωτας-Κόκκινο Φιλί -Κεφάλαιο ΙΙΙ (2024)