Umberto D. (1952) (Α/Μ)


Ελληνικός τίτλος: Ό,τι μου αρνήθηκαν οι άνθρωποι

Δραματική ταινία του Βιτόριο Ντε Σίκα, με τους Κάρλο Μπατίστι, Μαρία Πία Καζίλιο, Λίνα Τζενάρι.

Ο Ουμπέρτο Ντομένικο Φεράρι, συνταξιούχος του Υπουργείου Δημοσίων Έργων, προσπαθεί να τα βγάλει πέρα οικονομικά στη μεταπολεμική Ρώμη. Απεγνωσμένος να συγκεντρώσει τα χρωστούμενα του ενοικίου του, πουλάει βιβλία και προσωπικά του αντικείμενα, την ίδια στιγμή που η σπιτονοικοκυρά του τον απειλεί με έξωση. Μοναδική φίλη σε μια πόλη μοναξιάς είναι η Μαρία, η υπηρέτρια της σπιτονοικοκυράς του, που τον συντρέχει σε ό,τι μπορεί και μοναδικός του σύντροφος ο Φλάικ, ένα μπασταρδάκι που ο Ουμπέρτο Ντ. έχει εκπαιδεύσει, χαρίζοντάς του περίσσια αγάπη και εισπράττοντας από τη μεριά του αποθέματα ζωής και ελπίδας.

Η λιγότερο "διάσημη" ταινία του σπουδαίου δημιουργού υπήρξε κατά δήλωσή του η αγαπημένη του, αλλά και αυτή που πολεμήθηκε στην εποχή της. Με την Ιταλία διαλυμένη από τις απανωτές ήττες και με τους ανθρώπους και τις πόλεις να προσπαθούν να συμμαζέψουν τα κομμάτια τους, η θεματική του Ουμπέρτο Ντ. για ένα κοινωνικό σύστημα ανάλγητο και μια αστική τάξη πλήρως αδιάφορη για όσους δεν άντεχαν να τα βγάλουν πέρα, πλήγωσε την υπερηφάνεια των Ιταλών που ήθελαν να ελπίζουν πως η χώρα τους -και μαζί της οι ίδιοι- θα έμπαιναν επιτέλους σε μια τροχιά ανάκαμψης και αξιοπρέπειας. Η αξιοπρέπεια όμως του Ντε Σίκα -η  καλλιτεχνική αλλά και η ανθρώπινη- είναι αυτή που προέχει στην περίπτωσή μας και αυτή που μετατρέπει την ταινία σε αριστούργημα πανανθρώπινο και διαχρονικό που δεν γνωρίζει σύνορα και γλώσσες. Την ίδια αξιοπρέπεια εμφυσά και στον πρωταγωνιστή του που αρνείται να υποκύψει παρ' όλες τις κακουχίες και τα κύματα απελπισίας που τον χτυπούν στο πρόσωπο, διατηρώντας την ανθρωπιά του μέχρι την τελευταία συγκλονιστική εικόνα. 

Αυτό που καθιστά τον Ουμπέρτο Ντ. ακόμα πιο σπουδαίο στα μάτια μας είναι η αισιοδοξία που ξεχειλίζει μέσα από το δράμα καθώς και η πίστη του πρωταγωνιστή (προφανώς και του δημιουργού) πως η ζωή μπορεί ακόμα να είναι όμορφη όσο κι αν πνίγεται στην ασχήμια των ημερών. Ο συγκλονιστικός ηλικιωμένος πρωταγωνιστής, ο οποίος ας σημειωθεί πως δεν είναι επαγγελματίας ηθοποιός, δοκιμάζει διαρκώς τα όριά του από την αρχή μέχρι το τέλος επιλέγοντας να παραμείνει άνθρωπος απέναντι στις επιλογές του. Με μια ερμηνεία που σε συνεπαίρνει και μια ειλικρίνεια που γράφει με κεφαλαία γράμματα τον ρεαλισμό -χωρίς όμως ίχνος ερασιτεχνικής προσέγγισης, προσέξτε το αυτό- ο Κάρλο Μπατίστι, καθηγητής γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας στην πραγματικότητα, σε τούτην εδώ τη μία και μοναδική απόπειρά του ως ηθοποιός είναι συνταρακτικός στην αλήθεια κάθε ερμηνευτικής του έκφρασης, με βλέμμα που πλημμυρίζει από ζωή, κόντρα στο σώμα που πλέον τον προδίδει. Την ίδια στιγμή, αυτά τα μάτια εκφράζουν ένα διαρκές "γιατί;", καθώς ο επί σειρά ετών τυπικός και αφοσιωμένος δημόσιος υπάλληλος αδυνατεί να κατανοήσει πώς η Ιταλία του και οι ανθρωποί της μεταλλάχτηκαν σε κάτι τόσο άγνωστο και σκληρό. 

Εξίσου υπέροχη η Μαρία Πία Καζίλιο στον ρόλο της υπηρέτριας που βοηθά τον Ουμπέρτο Ντ. ενόσω η ίδια κουβαλά τα δικά της ζόρια και μαζί ένα παιδί στην κοιλιά της, τον πατέρα του οποίου αγνοεί. Με ένα μουτράκι καθάριο και βλέμμα ξάστερο, η Μαρία είναι ο αντίποδας του Ουμπέρτο Ντ. στην ταινία αλλά και στην ιταλική κοινωνία που όσο αδιαφορεί για τους συνταξιούχους της άλλο τόσο γυρίζει την πλάτη και στα νέα παιδιά, λες και η χώρα θα παρέμενε σε ένα αέναο παρόν. Κάτι τέτοιο φαίνεται πως πιστεύει και η Αντόνια, η σπιτονοικοκυρά του Ουμπέρτο Ντ., (υπέροχη και επιβλητική γκραν ντάμα η Λίνα Τζενάρι), συμφεροντολόγος και απαθής απέναντι σε όλα, με μοναδικό της μέλημα τον ίδιο της τον εαυτό και την προσωπική της καλοπέραση, χωρίς να νοιάζεται διόλου ούτε για τους άλλους ούτε για το μετά. 

Η ταινία όμως έχει ακόμα δύο υπέροχους πρωταγωνιστές που κλέβουν διαρκώς τις εντυπώσεις και τα βλέμματα. Από τη μια είναι ο Φλάικ, αυτός ο πανέμορφος και τρισχαριτωμένος σκυλάκος που έχει ρόλο γραμμένο για αυτόν, και μάλιστα καταλυτικό ως προς την έκβαση της ιστορίας, με τη συμμετοχή του στο αξέχαστο φινάλε να είναι απλά συγκλονιστική. Από την άλλη, είναι και η ίδια η Ρώμη που κρατά πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία, όχι με πλάνα καρτποσταλικά αλλά με ένα "βρώμικο" εκθαμβωτικό ασπρόμαυρο (διεύθυνση φωτογραφίας: Τζ. Ρ. Άλντο), με το οποίο επιβάλλεται στην αφήγηση αλλά και στον ίδιο τον Ουμπέρτο Ντ. με κάθε της έκφανση. Από τα κουρασμένα κτίρια-αυτόπτες μάρτυρες των δεινών που μεσολάβησαν μέχρι τα λεωφορεία, τα τραμ, τα τραίνα και τα πάρκα της, η Ρώμη γίνεται ένα με την ταινία, με τη βοή της να ακολουθεί το καρδιοχτύπι του ήρωά μας, σκηνικό και συνεργός μιας ολόκληρης ζωής. Εξίσου καταλυτική η μουσική του Αλεσάντρο Τσικονίνι που ξεκινά με μια ειρωνική και παιχνιδιάρικη διάθεση, σχολιαστική ως προς τα γεγονότα, για να εξελιχθεί σε ένα ανεκτίμητης έντασης κρεσέντο.

Η ταινία ήταν υποψήφια για Όσκαρ Σεναρίου αλλά και για το Μέγα Βραβείο στις Κάννες.

Για περισσότερες κριτικές ταινιών, θεατρικών παραστάσεων, τηλεοπτικών σειρών και παρουσιάσεις κινηματογραφικών αιθουσών, ακολουθήστε το Cinemano στο Facebook και στο Instagram.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θέατρο - Ρουά ματ (2024)

Fourmi (2019)

Θέατρο - The Big Game (2024)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Το αγοροκόριτσο (1959) (Α/Μ)