Elvis (2022)


Μουσικό βιογραφικό δράμα της Warner σε σκηνοθεσία Μπαζ Λέρμαν, με τους Ώστιν Μπάτλερ, Τομ Χανκς, Ολίβια ΝτεΤζοντζ, Έλεν Τόμσον, Ρίτσαρντ Ρόξμπεργκ.

Το ξεκίνημα, η άνοδος και η πτώση του Έλβις Πρίσλεϋ μεταφέρονται στη μεγάλη οθόνη μέσα από τα μάτια του διαβόητου Συνταγματάρχη Τομ Πάρκερ που υπήρξε μάνατζέρ του από την αρχή της καριέρας του μέχρι το τέλος της ζωής του. 

Μόλις από τα πρώτα λεπτά της ταινίας, αντιλαμβάνεσαι πλήρως αυτό που ο βαθιά εικονοκλάστης Μπαζ Λέρμαν είχε στο μυαλό του για την ταινία: μια μεγαλειώδη φαντασμαγορία, ανάλογη της καριέρας του Πρίσλεϋ, εμποτισμένη στον ρυθμό της μουσικής του αλλά και σε αυτόν με τον οποίο χτυπούσε η καρδιά του αυτά τα 42 χρόνια της ξέφρενης ανέλιξης. Προσοχή, όμως: ο Λέρμαν ούτε βίντεο κλιπ γυρίζει, ούτε μιούζικαλ. Με ένα σενάριο άκρως κινηματογραφικό και μετρημένο στο δευτερόλεπτο και το οποίο βασίζεται αμιγώς στην εικόνα και τον ήχο, ο Λέρμαν κατορθώνει το ακατόρθωτο σχεδόν: να αφηγηθεί τη ζωή του Πρίσλεϋ στην ολότητά της, συνδυάζοντας ιδανικά το ψυχόδραμα με τη μουσική. Με βασικό αφηγητή και κεντρικό άξονα της ταινίας την αμφιλεγόμενη περσόνα του Συνταγματάρχη Τομ Πάρκερ και χρονική εστίαση στο δικό του παρόν, ο Λέρμαν εικονογραφεί (και αγιογραφεί) εις βάθος την προσωπικότητα και το μεγαλείο του Πρίσλεϋ μέσα από την παραμορφωμένη οπτική του μάνατζέρ του, ο οποίος προσπαθεί να αρνηθεί της κατηγορίες που του προσάπτουν για την κατάντια της τελευταίας περιόδου και τον θάνατο του Πρίσλεϋ. Έχει κότσια το σενάριο, καθώς με τον τρόπο αυτό κρατά μια αποστασιοποιημένη ματιά στα γεγονότα, με την αρωγή της ειρωνείας και της αμφισβήτησης, την ίδια στιγμή που αφήνει ανέγγιχτη και στο απυρόβλητο την εικόνα του Έλβις. 

Η δεύτερη μεγάλη μαγκιά του Λέρμαν είναι ότι μέσα από όλον αυτόν τον καταιγισμό των εικόνων (ο Τζόναθαν Ρέντμοντ και ο Ματ Βίλα στο μοντάζ οφείλουν να ζητήσουν βαρέα και ανθυγιεινά) βγάζει ρόλους και προσωπικότητες, αποφεύγοντας εντέχνως είτε τον κίνδυνο ενός κλασικού εικονογραφημένου είτε την επιφανειακή ανάγνωση ενός μιούζικαλ. Η μουσική (του Πρίσλεϋ αλλά και όλων των άλλων που ακούγονται) αποτελεί το καρδιοχτύπι του φιλμ αλλά ποτέ δεν υπερτερεί της ιστορίας, όσο κι αν η καρδούλα μας θα λαχταρούσε το άκουσμα περισσότερων τραγουδιών. Η μουσική στην ταινία έχει το ίδιο ειδικό βάρος με αυτό στη ζωή του μεγάλου σταρ: όπως καθόριζε τις αποφάσεις και τις επιλογές του, έτσι καθορίζει και την κινηματογραφική αφήγηση, ενώ πολλές φορές με καταιγιστικά κολάζ που τρέχουν μέσα στον χρόνο, μας δίνει όλες τις απαραίτητες ιστορικές λεπτομέρειες χωρίς περιττή φλυαρία. Εννοείται βέβαια πως τα μουσικά μέρη του "Elvis" είναι μεγαλόπρεπα και συγκλονιστικά, εφάμιλλα του μεγαλείου των πραγματικών του εμφανίσεων, όμως ποτέ δεν απομονώνονται από την εξιστόρηση και τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων, ίσα-ίσα που χτίζουν ολοκληρωτικά επ' αυτών και πάνε την αφήγηση ένα βήμα παρακάτω.

Συγκλονιστικός ο Ώστιν Μπάτλερ στον επώνυμο ρόλο, μεταμορφώνεται στον Έλβις Πρίσλεϋ χωρίς ποτέ να γίνεται σωσίας του, ενώ ο Τομ Χανκς, σε έναν ρόλο που στα χέρια άλλου θα εκτροχιαζόταν στην καρικατούρα, αποδίδει τον "Συνταγματάρχη" ως περσόνα ενός κακού από τις σελίδες των κόμικ, με μύτη και σωματότυπο που θα ταίριαζαν και στον Πιγκουίνο από τον Μπάτμαν. Σπουδαίοι και οι δύο, αναδεικνύουν τους ρόλους τους όχι μόνο με λόγια αλλά και με τα βλέμματα και το ποστάρισμα του σώματός τους, ακόμα κι όταν κάθε πλάνο τους διαρκεί μερικά μόλις δευτερόλεπτα εν μέσω του ακατάσχετου πυροβολισμού από εικόνες. Στον αντίποδα όμως, ο Λέρμαν ξέρει ακριβώς πότε να κρατήσει το πλάνο περισσότερο και πότε να το αφήσει να κυλάει απερίσπαστο, χωρίς τερτίπια και επιτήδευση. Ξέρει πολύ καλά, πως κάτω από όλη αυτή τη φαντασμαγορία αφηγείται την ιστορία ενός ανθρώπου που πλάνεψε, ενέπνευσε, ονειρεύτηκε, επιθύμησε και αγάπησε, την ίδια στιγμή που ζούσε για την αγάπη των άλλων. 

Άφησα για το τέλος ακόμα ένα αξιοσημείωτο σημείο του σεναρίου που επιτυγχάνει να πει μια ιστορία του (διαχρονικού) χθες μέσα από το πρίσμα του σήμερα. Αποφεύγοντας κάθε ίχνος γεροντολαγνείας, ο Λέρμαν εντάσσει την ιστορία του Έλβις μέσα στην ιστορία των ίδιων των ΗΠΑ, ενώ όπως ο ίδιος ο Πρίσλεϋ γαλουχήθηκε με τα μπλουζ και τα γκόσπελ, έτσι και ο δημιουργός της ταινίας τολμά να μιλήσει για διαχωρισμό, ρατσισμό και καθωσπρεπισμό όχι μόνο εκείνων των σκοτεινών χρόνων της ιστορίας αλλά ενός αέναου παρόντος. 

Σκηνογραφία, κουστούμια, ήχος, μοντάζ και ανδρικές ερμηνείες έτοιμες για οσκαρικές υποψηφιότητες.

Για περισσότερες κριτικές ταινιών, θεατρικών παραστάσεων, σειρών και παρουσιάσεις κινηματογραφικών αιθουσών, ακολουθήστε μας στο Facebook στη σελίδα Cinemano.

Αν αγαπάτε τις δραματικές ταινίες, θα βρείτε το αρχείο κειμένων του Cinemano, εδώ.

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θέατρο - Ρουά ματ (2024)

Fourmi (2019)

Θέατρο - The Big Game (2024)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Θέατρο - Έρωτας-Κόκκινο Φιλί -Κεφάλαιο ΙΙΙ (2024)