The house that Jack built (2018)


Ελληνικός τίτλος: Το σπίτι που έχτισε ο Τζακ

Δραματική κομεντί της Zentropa, σε σκηνοθεσία Λαρς φον Τρίερ, με τον Ματ Ντίλον και τους Μπρούνο Γκανζ, Ούμα Θέρμαν, Σομπάν Φάλλον Χόγκαν, Σοφί Γκράμπελ, Ράιλυ Κιου. 

Πέντε περιστατικά από τη ζωή του κατά συρροήν δολοφόνου Τζακ, όπως τα αφηγείται ο ίδιος στον συνοδό του, καθ' οδόν για τον κάτω κόσμο, συνθέτουν ένα παραλήρημα πόνου, δημιουργίας, τρέλας και θανάτου. Κι αφού η ταινία βασίζεται σε πέντε περιστατικά, ας τη συνοψίσουμε κι εμείς σε πέντε σημεία:

1) "Όταν στο λογότυπο του τίτλου της ταινίας υπάρχει στη βάση του (στα θεμέλια του "σπιτιού") το όνομα του σκηνοθέτη, αντιλαμβάνεσαι πως θα δεις ένα έργο που αφορά τον ίδιο."
Διότι, πιο φιλάρεσκος, πεθαίνεις. Λέγαμε τα ίδια και για το "Climax" του Γκασπάρ Νοέ: όταν το όνομα του σκηνοθέτη υπερβαίνει αυτό της ταινίας, τότε δεν πας να δεις ταινία αλλά τι σκαρφίστηκε πάλι ο σκηνοθέτης. Κάτι που καθ' ομολογίαν δεν είναι απαραίτητα κακό, αφού προφανώς και μας ενδιαφέρει ποια είναι η επόμενη δουλειά του τάδε ή του δείνα σκηνοθέτη. Όμως, από εκεί μέχρι να φτάνουμε στο σημείο το όνομα του σκηνοθέτη να μην υπογράφει απλά την ταινία, αλλά να γίνεται ένα με τον τίτλο και το λογότυπο, τότε εύκολα αντιλαμβάνεσαι ότι ο σκηνοθέτης γίνεται ο ίδιος το προϊόν που πουλάει, άρα σε προσκαλεί να δεις την κάθε παλαβομάρα του, ανεξαρτήτως του αν η παλαβομάρα αυτή έχει να πει κάτι ουσιαστικό ή όχι. Στο "Σπίτι", ο Λαρς φον Τρίερ μιλάει απροκάλυπτα για τον εαυτό του, σε πρώτη, δεύτερη ή και σε οποιαδήποτε ανάγνωση. Και μιλάει για τον εαυτό του σε υπερθετικό βαθμό. Δηλαδή, για όνομα, όταν μιλά για τον "Καλλιτέχνη" και τη σχέση του με τη "Δημιουργία", παίζει αποσπάσματα από προηγούμενες ταινίες του. 

2) "Όταν δεν έχουμε κάτι συγκεκριμένο να πούμε, προβοκάρουμε για να κερδίζουμε εντυπώσεις."
Θα πηγαίνατε να δείτε τη νέα ταινία του Λαρς φον Τρίερ αν σας έλεγαν πως είναι ένα δοκίμιο επάνω στην Τέχνη και τον Θάνατο, τη Δημιουργία και την Κόλαση; Ή ακόμα, μια ψυχανάλυση του ίδιου σχεδόν on camera, κεκαλυμμένου πίσω από την περσόνα ενός serial killer; Κάποιοι μπορεί να πηγαίναμε. Οι περισσότεροι, όμως, όχι. Άρα, το brand name "Λαρς φον Τρίερ" σκαρφίζεται το πρόσχημα των ειδεχθών φόνων και μεταθέτει την κουβέντα εκεί. Διαβάσατε πουθενά για τις φιλοσοφικές αναλύσεις που ακούγονται non stop σε ολόκληρη την ταινία; Όχι. Για τους φόνους έγραψαν όλοι, και για το πόσο σκληροί είναι. Αποστολή επετεύχθη. Μεταθέτουμε τη συζήτηση για την ταινία αλλού και ιντριγκάρουμε τους θεατές να έρθουν να δουν αίμα. Προσωπικά, ουδόλως με ενόχλησαν οι φόνοι. Σε αντίθεση -ας πούμε- με το "Funny games" του Χάνεκε που με το ζόρι κρατιόμουν να μην φύγω από την αίθουσα γιατί δεν άντεχα τη σκληρότητα του θέματος, εδώ τούς παρακολουθείς αμέτοχος, διότι ο Τρίερ καταφεύγει σε αυτή τη γνώριμη αποστασιοποίηση που τον διακρίνει σε κάθε ταινία και που σου απαγορεύει την οποιαδήποτε συναισθηματική εμπλοκή. Το κυριότερο, όμως, είναι πως οι φόνοι αυτοί την παραμικρή απολύτως σχέση έχουν με την ίδια την ταινία και το θέμα της. Άρα, γιατί να ασχοληθείς; Εκεί που ίσως ενοχληθείς είναι όταν συνειδητοποιείς πως με τους φόνους ο σκηνοθέτης ουσιαστικά σε εμπαίζει, αφού τους χρησιμοποιεί για να προκαλέσει και μόνο για να προκαλέσει.

3) "Αν ήμουν 18 ετών το 1985 και έβλεπα Το Σπίτι που Έχτισε ο Τζακ θα είχα εντυπωσιαστεί."
Όμως, δεν είμαι ούτε 18 ετών ούτε βρισκόμαστε στο 1985. Αυτά που πραγματεύεται ο Τρίερ στην ταινία του μας τα έχουν ξαναπεί άλλοι και ενδεχομένως καλύτερα, αν θέλουμε να μιλήσουμε με κινηματογραφικούς όρους. Τώρα, αν ο ίδιος θεωρεί πως έχει γκελ στη νεολαία και πως του δίνεται η ευκαιρία να ξαναμιλήσει για τα ίδια θέματα και να τα συστήσει σε μια νέα γενιά θεατών, έτερον-εκάτερον. Και πάλι, όμως, είναι τόσο προφανής ο τρόπος που το κάνει, τόσο μασημένα τα μηνύματα και οι συμβολισμοί και τόσο αμπαλάζ μάρκετινγκ οι σκληρές εικόνες, που τελικά αναρωτιέσαι πόσο μπορεί να ενδιαφέρει στην ουσία του το παραλήρημα του Τρίερ και η ενδεχόμενη ανάγκη του για κινηματογραφική ψυχανάλυση. Επίσης, αν ο ίδιος αρκείται να κλέψει εντυπώσεις σε νεαρούς θεατές που θα πουν "πω πω, κοίτα τι έκανε τώρα!", τότε πάσο. 

4) Όταν καλείται ο δημιουργός να εξηγεί σε συνεντεύξεις το όραμα για την ταινία του, τότε καθιστά την ίδια την ταινία περιττή".
Ο κινηματογράφος του Λαρς φον Τρίερ είναι ένα σινεμά προκλήσεων και μάρκετινγκ πολιτικών στην υπηρεσία της Τέχνης. Από τα "αθώα" χρόνια του "Στοιχείου του Εγκλήματος" και του "Europa", πέρασε στον κινηματογράφο των πολλών εισιτηρίων με το επικό "Δαμάζοντας τα κύματα", γεγονός που αντί να τον θέσει έναντι των δυνατοτήτων του, τον οδήγησε στη φάση να "πουλά" νόρμες και  στυλιζάρισμα. Επέβαλλε το "Δόγμα 95" (από το οποίο ευτυχώς γλιτώσαμε γρήγορα), έπαιξε με τους "Ηλίθιους", τόλμησε να γυρίσει μιούζικαλ (Χορεύοντας στο σκοτάδι), έστησε το "Dogville"... Άλλες μου άρεσαν λιγότερο κι άλλες περισσότερο, όμως αυτό που θυμάμαι να τις χαρακτηρίζει όλες είναι το "πακέτο πώλησης". Άρθρα επί άρθρων για το γυμνό στους Ηλίθιους, για τα γυρίσματα του Dogville και συνεντεύξεις επί συνεντεύξεων για το τι θέλει να πει ο ποιητής με τα σκηνικά ή την παντελή απουσία τους, το γυμνό, τη φοβία του για τα αεροπλάνα κ.ο.κ. Μολονότι τα συγκεκριμένα φιλμ είχαν πολλά να πουν με το καθένα να κερδίζει πόντους στα σημεία, είχε στηθεί από κάτω ένα ολόκληρο πανηγύρι που ουσιαστικά έκανε σταρ τον Τρίερ (και όχι μόνο αυτόν, αλλά για τον Τρίερ μιλάμε τώρα), αγνοώντας τα ίδια του τα φιλμ. Με αυτά και με εκείνα, φτάσαμε στο Σπίτι του Τζακ, όπου ο σκηνοθέτης γνωρίζοντας πολύ καλά πλέον το μάρκετινγκ και πώς αυτό δουλεύει, το πακετάρισε με αίμα, ξέροντας εκ των προτέρων ότι για αυτό θα του ζητήσουν να μιλήσει και ότι με αυτό θα ασχοληθούν. 

5) Όταν κοιτάς το σπίτι, χάνεις το δάσος μέσα στο οποίο χτίζεται.
Το "Σπίτι" δεν είναι καθόλου κακή ταινία. Δεν είναι όμως και η ταινία που την κάνουν να φαίνεται πως είναι. Κι αυτό γίνεται με συνυπευθυνότητα του ίδιου του Τρίερ όσο και όλων όσοι τον ρωτούν "τι θέλει να πει ο ποιητής". Όταν τον ρωτάς τον ποιητή τι θέλει να πει, τότε αυτός θα σου πει αυτά που θέλει, και όχι απαραίτητα αυτά που έγραψε (ή που γύρισε, εν προκειμένω). Το "Σπίτι", λοιπόν, είναι μια ταινία που δεν περνά απαρατήρητη. Κατ' αρχάς δίνει την ευκαιρία στον Ματ Ντίλον (επιτέλους) να σηκώσει ταινία στους ώμους του, και τα καταφέρνει εξαιρετικά. Τόσο στην αφήγηση όσο και στην επί της οθόνης ερμηνεία του, κρατά ίσες αποστάσεις από την τρέλα στη λογική, παίζοντας με μια λεπτή ειρωνεία τόσο στην έκφραση όσο και στην εκφορά του λόγου του. Είναι πραγματικά συναρπαστικός ο τρόπος που ρέει ο λόγος από το στόμα του, επιτυγχάνοντας να είναι αυτός που δίνει το τέμπο και το ύφος στην κάθε σκηνή, αποκαλύπτοντας μια επικινδυνότητα στην οποία συμπράττει με το ίδιο του το σώμα και το βλέμμα. Το κείμενο αυτό καθ΄ εαυτό έχει ενδιαφέρον (δοκίμιον γαρ η ταινία, και όχι splatter όπως κατόρθωσε να την πουλήσει η μετάθεση του θέματος), παρ' ό,τι διακρίνεις μια κάποια ευκολία στους συμβολισμούς και μια άκρατη αυταρέσκεια. Οπτικά, δε, η ταινία έχει κάποιες σπουδαίες σκηνές, τις οποίες δεν θα αποκαλύψω γιατί αποκαλύπτουν και πράγματα που καλό είναι να ανακαλύψετε μόνοι σας. Σίγουρα πάντως, ένας κάποιος πίνακας που αναπαριστάται προς το τέλος όσο και το ίδιο το σπίτι, είναι δυο εικόνες που θα με στοιχειώνουν για όλη μου τη ζωή. Σαν να βλέπεις δυο ταινίες είναι, τη μία μέσα στην άλλη, με το ντεκουπάζ του σεναρίου να λειτουργεί ως προς την κορύφωση μεν, αλλά να μην μπορεί να αντιπαλέψει την απλοϊκότητα των επιχειρημάτων.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Fourmi (2019)

Θέατρο - Ρουά ματ (2024)

Θέατρο - The Big Game (2024)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Το αγοροκόριτσο (1959) (Α/Μ)