A star is born (2018)


Ελληνικός τίτλος: Ένα αστέρι γεννιέται

Δραματική ταινία της Warner, σε σκηνοθεσία Μπράντλεϋ Κούπερ, με τον ίδιο και τους Λαίδη Γκάγκα, Σαμ Έλιοτ, Άντονυ Ράμος, Άντριου Ντάις Κλέυ, Ράφι Γκαβρόν. 

Ένας διάσημος τραγουδιστής που όμως βρίσκεται σε πτωτική πορεία, γνωρίζει τυχαία μια νεαρή τραγουδίστρια, την οποία ερωτεύεται. Ταλαντούχα η μικρή, δεν αργεί να συναρπάσει το κοινό με τα τραγούδια της που ερμηνεύει μαζί του στη σκηνή και να ξεκινήσει μια μεγάλη καριέρα. Όμως, όσο τα φώτα πέφτουν επάνω της, τόσο σκοτεινιάζει ο δρόμος εκείνου, που παραδομένος στα χάπια και το αλκοόλ ξεκινά μια πορεία δίχως επιστροφή.

Τζάνετ Γκέυνορ-Φρέντρικ Μαρτς το 1937. Τζούντυ Γκάρλαντ-Τζέημς Μέησον το 1954. Μπάρμπρα Στρέιζαντ-Κρις Κριστόφερσον το 1976. Και τώρα Λαίδη Γκάγκα-Μπράντλεϋ Κούπερ ζωντανεύουν ξανά την ιστορία του ταλαντούχου ασχημόπαπου που γίνεται μεγάλο αστέρι δίπλα στην αγκαλιά ενός άντρα που τη λατρεύει όσο δεν κατάφερε να αγαπήσει ποτέ τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν μπορώ να θυμηθώ άλλη ταινία που να έχει γυριστεί τόσες φορές και μάλιστα όλες με επιτυχία και καλλιτεχνική διάκριση. Είναι, βλέπετε, η ίδια η ιστορία που προσφέρει αυτή τη δυναμική και ταυτόχρονα την εξελικτική δυνατότητα να προσαρμόζεται στην εποχή της και να χαμελαιοντίζει τόσο ώστε να γίνεται πάντα σύγχρονη. Διαχρονική γαρ η σχέση του φτασμένου αλλά αυτοκαταστροφικού "Κυανοπώγωνα" και της μικρής άγνωστης καλλιτέχνιδας που παλεύει χρόνια με τις ανασφάλειές της για να καταφέρει κάτι. 

Το σενάριο της τρέχουσας παραγωγής βασίζεται σε εκείνο του 1976, που ήταν το πρώτο που έβγαλε την ιστορία από το Χόλυγουντ (όπως έκαναν οι δύο πρώτες εκδοχές) και το μετέφεραν στη μουσική σκηνή. Για την ιστορία, να πούμε πως η ταινία με την Μπάρμπρα Στρέιζαντ και τον Κρις Κριστόφερσον ήταν ίσως η πλέον αδύναμη όλων, καθώς, παρά τη λάμψη των πρωταγωνιστών της, κρέμαγε στα σημεία κι έβγαζε μια αδικαιολόγητη ψύχρα. Ίσως γιατί η ίδια η Στρέιζαντ να ήταν πολύ μεγάλο αστέρι για να μπορέσει να μπει χωρίς βεντετιλίκια στο πετσί της άσημης, φοβισμένης τραγουδίστριας. Ήταν και η χημεία της με τον Κρις Κριστόφερσον που δεν είχε δέσει, με αποτέλεσμα μια άνιση σχετικά ταινία. Βέβαια, σήμερα, λόγω μιας μνήμης χρυσόψαρου που μας διακατέχει όλους, ξαφνικά μνημονεύουμε εκείνη την εκδοχή, ξεχνώντας πως στην εποχή της δεν την έλεγες και τη μεγαλύτερη επιτυχία. 

Αρκετά, όμως, με το παρελθόν, αφού έχουμε να μιλήσουμε για την καινούργια, ολόφρεσκη ταινία που εύλογα προκαλεί την απορία αν Γκάγκα-Κούπερ μπορούν να πετύχουν εκεί που δεν τα κατάφεραν Στρέιζαντ-Κριστόφερσον (και αναφέρομαι μόνο στην ταινία του 1976 καθώς μοιράζονται το ίδιο στόρυ και το ίδιο μουσικό υπόβαθρο). Και η απάντηση είναι ένα ξεκάθαρο "ναι". Η Λαίδη Γκάγκα μπορεί να κουβαλάει επάνω της ένα τεράστιο stardom, αλλά πείθει 100% ως άσημη και ασήμαντη τραγουδίστρια, για πολλούς και διάφορους λόγους. Από τη μια, τη μεγάλη της καριέρα και το μεγάλο της "μπαμ" τα έκανε αγνώριστη και κρυμμένη πίσω από τις μεταμφιέσεις της. Στην πρώτη της εμφάνιση ως ηθοποιός στο "American Horror Story: Hotel" έπαιζε τον ρόλο μιας βρυκολακίνας, επίσης αλλοιωμένη εμφανισιακά και στυλιζαρισμένη σύμφωνα με τις απαιτήσεις του εκκεντρικού χαρακτήρα που ερμήνευε. Εδώ, είναι η πρώτη φορά που τη βλέπεις όπως είναι και θα τολμούσα να πω ότι αν τυχόν στους τίτλους έγραφαν το πραγματικό της όνομα, παίζει να μην την αναγνώριζαν πολλοί από τους θεατές (α προπό, Στέφανι Τζοάν Αντζελίνα Τζερμανότα τη λένε). Από την άλλη, της αναγνωρίζεις μια σεμνότητα στην ερμηνεία της και παράλληλα μία ανασφάλεια που ταιριάζουν γάντι με τον ρόλο. Δεν μπορείς, όμως, να μην διακρίνεις και μια δόση αλήθειας που κρύβεται από κάτω, καθώς αντιλαμβάνεσαι το πόσο παραδομένη είναι στον Μπράντλεϋ Κούπερ, τον οποίο αναγνωρίζει ως μέντορα, τόσο ως ρόλος όσο και ως ηθοποιός. Αυτή η άνευ όρων παράδοση δηλώνει μια συνέργεια, μια αυθύπαρκτη σχέση που περνάει από το πανί στον θεατή και από τα παρασκήνια της ταινίας στο κάδρο επάνω στην οθόνη. Τον εμπιστεύεται, αναγνωρίζει το ρίσκο, αφήνει πίσω της το βεντετιλίκι και μας επανασυστήνεται. Τώρα, γίνεται να μην το αναγνωρίσεις αυτό ως μεγάλη επιτυχία του Μπράντλεϋ;

Το παλικάρι έχει τσαγανό. Σκηνοθετεί για πρώτη φορά, καταπιάνεται με εμβληματικό τίτλο, παίρνει τα ρίσκα του με τη Λαίδη Γκάγκα (δεν χρειάζεται να πω πόσοι την παραμόνευαν στη γωνία), τσαλακώνεται στον πρώτο ρόλο και "διευθύνει" (για να μεταφράσω επακριβώς τον σκηνοθέτη "director" από τα αγγλικά) μια μεγάλη παραγωγή, για ένα major studio και όλα τού πηγαίνουν ρολόι. Η ταινία σε κερδίζει από την πρώτη κιόλας στιγμή, και παρά τη μεγαλούτσικη διάρκειά της δεν κάνει κοιλιά πουθενά. Πιο πολύ θες μάτια να τη βλέπεις και αυτιά να την ακούς, παρά νιώθεις ότι κρεμάει. Για την ακρίβεια, δεν καταλαβαίνεις καν πότε πέρασε η ώρα και φτάσαμε στο τελευταίο τραγούδι, το οποίο μάλιστα ο Κούπερ το έχει φιλμάρει άριστα και με μια μικρή συναισθηματική πινελιά που δείχνει εμφανώς το όραμά του ως σκηνοθέτη, πώς έβλεπε ο ίδιος την ταινία και πώς ήθελε να την αφηγηθεί. Μπορεί οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ των auteur να μην αποδέχονται εύκολα το ότι ένας όμορφος (γιατί είναι πολύ όμορφος, ο κερατάς) ηθοποιός με ρόλους στα Hangover και σε περιπέτειες μπορεί να είναι όχι μόνο καλός ηθοποιός αλλά και καλός σκηνοθέτης, ξεχνώντας τεχνιέντως τις υποψηφιότητες για Όσκαρ που έχει στο ενεργητικό του. Θα τους λυπήσω, αλλά το παλικάρι είναι και τα δύο. Και μάλιστα ως σκηνοθέτης καταφεύγει σε μια αφοπλιστική απλότητα, χωρίς επιτηδευμένες βλακείες και "κοιτάχτε τι ωραίο πλάνο που τράβηξα τώρα". Κι αυτό είναι τελικά το πιο δύσκολο: να είσαι σαφής στην απλότητα του οράματός σου, να αφήσεις την ιστορία (που είναι καλή και διαχρονική εκ φύσεως) να μιλήσει από μόνη της, να επιτρέψεις  στη συμπρωταγωνίστριά σου να λάμψει και να καθοδηγήσεις τον εαυτό σου σύμφωνα με τις επιταγές του ρόλου και του χαρακτήρα. Α, και να φιλμάρεις εξαιρετικά τις συναυλιακές σκηνές.

Last but not least που λέμε και στα Κάτω Πατήσια, η μουσική είναι η μεγαλύτερη των αρετών του φιλμ, με τα πρωτότυπα τραγούδια να είναι το ένα καλύτερο από το άλλο (hello Oscar!), τις ερμηνείες της Λαίδης Γκάγκα να συναρπάζουν αλλά και τον ίδιο τον Κούπερ να πείθει ερμηνευτικά και τραγουδιστικά ως ένας μεγάλος country rock star επί σκηνής. Εύγε και στο γραφείο διανομής, την Tanweer, που επέλεξε να υποτιτλίσει τα τραγούδια, καθώς οι στίχοι τους εντάσσονται στην αφήγηση. Πολύ καλό σινεμά, μεγαλειώδες μέσα στη λιτότητά του, πλήρες συναισθήματος και κινηματογραφικού ρυθμού. Όχι τίποτα άλλο, αλλά νιώθω και μια προσωπική δικαίωση, αφού τον Μπράντλεϋ Κούπερ θυμάμαι να τον ξεχωρίζω από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση σε β' ρόλο στη σειρά "Alias". Άλλη μια φορά, μπράβο του.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θέατρο - Ρουά ματ (2024)

Fourmi (2019)

Θέατρο - The Big Game (2024)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Το αγοροκόριτσο (1959) (Α/Μ)