Venom (2018) (3D)


Κόμικ περιπέτεια φαντασίας των Columbia/Marvel, σε σκηνοθεσία Ρούμπεν Φλάισερ, με τους Τομ Χάρντυ, Μισέλ Γουίλλιαμς, Ριζ Αχμέντ, Ράιντ Σκοτ, Τζέννυ Σλέητ. 

Ο ρεπόρτερ Έντι Μπροκ χάνει τη δουλειά του όταν προσπαθεί να αποκαλύψει τα παράνομα, θανατηφόρα πειράματα που το Ίδρυμα Ζωή πραγματοποιεί σε ανθρώπους, εκθέτοντας μάλιστα και την κοπέλα του, που δουλεύει στη νομική εταιρεία που εκπροσωπεί το ίδρυμα. Λίγους μήνες αργότερα, μία επιστήμων που εργάζεται εκεί, τον προσεγγίζει για να του αποκαλύψει πως με τις ευλογίες του επικεφαλής του, του Κάρλτον Ντρέηκ, στο εργαστήριο πραγματοποιούνται πειράματα σύζευξης ανθρώπων με μια εξωγήινη μορφή ζωής. Όταν ο Έντι Μπροκ μπαίνει στις εγκαταστάσεις του ιδρύματος, εκτίθεται στην εξωγήινη μορφή και το αποτέλεσμα θα αλλάξει τη ζωή του για πάντα.

Ο Βένομ, αυτή η θανάσιμη συμβιωτική μορφή εξωγήινης ζωής, είχε κάνει την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση το 2007 στο Spider-Man 3 του Σαμ Ράιμι, κατ' απαίτηση μάλιστα του στούντιο, επιφέροντας τη γνωστή ρήξη του σκηνοθέτη με την εταιρεία και τα επακόλουθα δύο reboot του Ανθρώπου-Αράχνη στον κινηματογράφο. Εδώ, το origin story αυτού του επικίνδυνου (τόσο κυριολεκτικά, όσο και ως προς την κινηματογραφική του μεταφορά) χαρακτήρα από το σύμπαν της Marvel αποσυνδέεται πλήρως από τον Σπάιντερ Μαν και ακολουθεί μια άλλη οδό, η οποία όμως δουλεύει. Η ιστορία είναι πιστευτή και δεν προσβάλλει ούτε το κόμικ, με αποτέλεσμα ένα άκρως ενδιαφέρον πρώτο μισό, όταν μας συστήνονται τόσο το εξωγήινο πλάσμα όσο και ο κεντρικός ήρωας, ο Έντι Μπροκ. Οφείλω να ομολογήσω πως σημαντικό ρόλο σε όλο αυτό, πέραν του -στην αρχή τουλάχιστον- καλογραμμένου σεναρίου (Τζεφ Πίνκνερ, Σκοτ Ρόζενμπεργκ και Κέλλυ Μάρσελ, από μια ιστορία του Τζεφ Πίνκνερ και του Σκοτ Ρόζενμπεργκ), παίζει πρωτίστως ο Τομ Χάρντυ, ο οποίος εμφανίζεται επαρκώς αλλαγμένος από τις macho και σκληρές περσόνες τις οποίες έχει ερμηνεύσει στο σινεμά. Εδώ, αρκετά μακριά από τη μανιέρα που πολλές φορές τον κατατρέχει, βγάζει έναν Έντι Μπροκ γήινο και καθημερινό, παίζοντας με έναν άλλο τόνο στη φωνή του (όσο μπορεί να απομακρυνθεί από το χαρακτηριστικό γρέζι του), ενώ ταυτόχρονα καταφέρνει να δείξει "μικρός". Όχι πως είναι ιδιαίτερα ψηλός στην πραγματικότητα, αλλά κάτι το ύφος του, κάτι οι ρόλοι του, συνήθως βγαίνει larger than life στις ταινίες του και ιδιαίτερα επιβλητικός. Εδώ, και μπράβο του, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας άντρας της διπλανής πόρτας (εντάξει, κούκλος, αλλά όσο γίνεται πιο πολύ της διπλανής πόρτας), με αποτέλεσμα να είναι λειτουργικά εντυπωσιακή η μεταμόρφωσή του σε Βένομ. 

Βέβαια, έχοντας το πρόσφατο παράδειγμα του "Upgrade" στο μυαλό μου, οφείλω να ομολογήσω πως οι διάλογοι ανάμεσα στον Έντι Μπροκ και τον Βένομ (άρα με τον εαυτό του, ουσιαστικά), καθώς και ο έλεγχος του σώματός του από τον εξωγήινο, δεν είναι εξίσου καλοπαιγμένοι όπως όταν ο Λόγκαν Μάρσαλ-Γκρην άφηνε τον εαυτό του στον έλεγχο και το έλεος του μικροτσίπ τεχνητής νοημοσύνης. Κι αυτό μας φέρνει στο δεύτερο μέρος της ταινίας, όπου το σενάριο δεν δείχνει το ίδιο προσεγμένο με το πρώτο μισό. Η σχέση του Έντι Μπροκ με τον Βένομ δεν έχει δουλευτεί πολύ, με αποτέλεσμα τη βεβιασμένη έκβαση στο φινάλε, που νιώθεις πως έρχεται πολύ γρήγορα. Εδώ, μάλλον, ευθύνονται τα πολλαπλά rewrites και ίσως η βιασύνη της Sony να πει πολλά από την πρώτη κιόλας ταινία, αντί να μείνει στα ουσιώδη. Έτσι μια ουσιαστική και σταδιακή ανάπτυξη της συμβιωτικής σχέσης ανθρώπου και εξωγήινου θυσιάζεται για χάρη της μάχης με ένα ακόμα πλάσμα του είδους, τον Ράιοτ -κατ' εμέ, ιστορία που θα έπρεπε να ειπωθεί στη δεύτερη ταινία. Αφήστε μας να εμπεδώσουμε τον Βένομ και δείξτε μας τον Ράιοτ αργότερα. 

Παρ' όλα αυτά, το στοίχημα δείχνει να κερδίζεται, αφού παρά τις όποιες επιφυλάξεις που ανέφερα, ο Βένομ είναι μια ταινία σοβαρών προθέσεων, μακριά από αγχωμένες ξεπέτες (βλέπε "Μούμια"), με ενδιαφέρουσα ιστορία, μπόλικη δράση και σεβασμό απέναντι στον χαρακτήρα με τον οποίο καταπιάνεται (οι φαν των κόμικ θα εκτιμήσουν μάλιστα την κινησιολογία του Βένομ που παραπέμπει στα εμβληματικά σκίτσα του). Μάλιστα, της αναγνωρίζεις ότι δεν καταφεύγει σε αστειάκια (πέραν του δόκιμου μαύρου χιούμορ που ούτως ή άλλως χαρακτηρίζει τον ήρωα), είναι αρκετά βίαιη χωρίς να γίνεται splatter και γενικά προσφέρει μια εγγυημένη, δίωρη σχεδόν, διασκέδαση, ενώ υπόσχεται τα καλύτερα για το μέλλον. Με την προϋπόθεση ότι δεν θα πιάσει τη Sony το γνωστό της άγχος να βάλει πολλά καρπούζια στην ίδια μασχάλη. Δεν φεύγουμε από την ταινία μέχρι το εντελώς τέλος της, καθώς επιφυλάσσει δύο end credit  σκηνές. 

Για περισσότερες κριτικές ταινιών, σειρών και παρουσιάσεις κινηματογραφικών αιθουσών, ακολουθήστε μας στο Facebook στη σελίδα Cinemano.

Συγκεντρωμένα τα κείμενα από σειρές και ταινίες που βασίζονται σε κόμικς θα βρείτε εδώ.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θέατρο - Ρουά ματ (2024)

Fourmi (2019)

Θέατρο - The Big Game (2024)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Το αγοροκόριτσο (1959) (Α/Μ)