Midsommar (2019)


Ελληνικός τίτλος: Μεσοκαλόκαιρο

Θρίλερ της Α24, σε σκηνοθεσία Άρι Άστερ, με τους Φλόρενς Πιου, Τζακ Ρέυνορ, Βίλχελμ Μπλόμγκρεν, Γουίλλιαμ Τζάκσον Χάρπερ, Γουίλ Πούλτερ.

Η Ντάνι και ο Κρίστιαν βλέπουν τη σχέση τους να καταρρέει. Τα οικογενειακά προβλήματα εκείνης φαντάζουν αβάσταχτα για το αγόρι της, που ετοιμάζεται να τη χωρίσει, όπως τον πιέζουν και οι φίλοι του. Μόνο που δεν βρίσκει ποτέ την κατάλληλη στιγμή να της το πει, ειδικά όταν η τραγωδία χτυπά το σπιτικό της. Έτσι, σχεδόν αυτοπροσκαλείται στο ταξίδι που έχει οργανώσει ο Κρίστιαν με την παρέα του στη Σουηδία, όπου θα παραστούν στην τελετή του Μεσοκαλόκαιρου, σε ένα απομονωμένο χωριό. Κάτω από τον ήλιο που δεν σβήνει ποτέ και εν μέσω μιας ανέμελης κοινότητας που αναβιώνει έθιμα του παρελθόντος, τα προβλήματα μοιάζουν να σβήνουν σταδιακά, έως ότου αυτός ο ποιμενικός παράδεισος αποκαλύπτει τον εφιάλτη που κρύβει μέσα του.

Αργόσυρτο, μεθυστικό, υποβλητικό και εφιαλτικό, το "Μεσοκαλόκαιρο", η δεύτερη ταινία του σκηνοθέτη της "Διαδοχής", μπορεί να διχάσει, σίγουρα όμως δεν περνά απαρατήρητη. Είναι σαν τριπάκι που παίρνεις και δεν ξέρεις αν θα σε ταξιδέψει καλά ή άσχημα και σίγουρα η προδιάθεση της διάρκειας των 147' δεν βοηθά τους σκεπτικιστές. Δεν βοηθά ενδεχομένως και τον ίδιο τον Άρι Άστερ που από ένα σημείο και μετά χάνει τη σεναριακή μπάλα, δεν ασχολείται ουσιαστικά με τους χαρακτήρες και τις αντιδράσεις τους, και εστιάζει περισσότερο στο σοκ και το δέος της εικόνας. Από την προηγούμενη κιόλας ταινία του είναι εμφανής η εμμονή του με την οικογένεια (κάθε μορφής) και την ανάγκη διατήρησης των δεσμών της. Στο ίδιο γήπεδο παίζει μπάλα και εδώ, μόνο που στη θέση των πνευμάτων μπαίνουν οι παγανιστικές τελετές και στη θέση της μάνας που βιώνει την απώλεια της κόρης, μπαίνει μια νεαρή κοπέλα που βιώνει την απώλεια της οικογένειάς της. Η ανάγκη μας να μείνουμε προσκολλημένοι σε αυτό που θεωρούμε αυταπόδεικτα δικό μας είναι σαφώς το θέμα που διαχειρίζεται και στις δύο του ταινίες, τις οποίες θα μπορούσε να εντάξει κανείς και στην κατηγορία του ψυχολογικού δράματος, με τον τρόμο να παίρνει τη θέση των εσωτερικών μας δαιμόνων. Δεν θέλω, όμως, να μπω σε σκέψεις και θεωρίες και δευτεροτρίτες αναγνώσεις του έργου, καθώς έτσι κινδυνεύω κι εγώ να πέσω στην παγίδα  να μιλήσω για τον σκηνοθέτη και όχι για την ταινία.

Η ταινία μπορεί να έχει αδυναμίες μα είναι καλή. Νοσηρά γοητευτική, είτε την αποδέχεσαι είτε την αρνείσαι. Έχει αρετές πολλές: έχει τη Φλόρενς Πιου (Λαίδη Μάκβεθ), εύθραυστη, ανήμπορη, απαρηγόρητη μα και έτοιμη να ενστερνιστεί τη σκοτεινή(;) πλευρά της για να γίνει ένα με την "οικογένεια" που ανακαλύπτει. Έχει και τον γοητευτικό Τζακ Ρέυνορ, που μολονότι δείχνει μετέωρος (ειδικά στο δεύτερο μισό, όταν σκηνοθεσία και σενάριο στρέφουν την προσοχή τους αλλού), παίζει με μια φυσικότητα το "αμερικανάκι" που ξαφνικά βρίσκεται μπροστά στις πόρτες της ηλιόλουστης κόλασης και σου μεταφέρει την αίσθηση της αμηχανίας, πως σοκάρεται πραγματικά, το ίδιο με εσένα που τον παρακολουθείς. Έχει και μια εξαιρετική αισθητική η ταινία που σε συνεπαίρνει, ειδικά με τις ανείπωτης φρίκης και ομορφιάς εικόνες στην τελευταία πράξη που πραγματικά σε στοιχειώνουν για μια ζωή. Όμως, τίποτα από όλα αυτά δεν είναι καλά μοιρασμένο. Χαρακτήρες, εσωτερική πάλη, διάλογοι, φρεσκάδα, φρίκη κυριαρχούν στην πρώτη πράξη -πριν από το ταξίδι- και προϊδεάζουν για ακόμα πιο σπουδαία πράγματα. Η έκπληξη μπροστά στο άγνωστο και η εμετική καλοσύνη που δείχνουν οι οικοδεσπότες στήνουν εξαιρετικά τον καμβά του μυστηρίου στη συνέχεια, αλλά μόλις τα πράγματα αρχίζουν να αποκαλύπτονται καρέ-καρέ, ο Άστερ γίνεται αυτάρεσκος και η ταινία μεταμορφώνεται σε ένα πανέμορφο και φρικιαστικό μεν αλλά εσωστρεφές και υπέρ του δέοντος εστέτ τριπάκι. Κάτι που ενδεχομένως η ευρύτερη ιστορία να δικαιολογεί απόλυτα, υλοποιείται όμως εις βάρος των ηρώων (οι αντιδράσεις των περισσότερων δεν έχουν καμία λογική βάση) και του σεναρίου γενικότερα (συμβαίνουν πράγματα που εντυπωσιάζουν, αλλά δεν δικαιολογούνται δεόντως). 

Ίσως όντως να φταίει η διάρκεια της ταινίας και αυτό αποτελεί ευθύνη του δημιουργού της που -στο πλαίσιο της αυταρέσκειας που ανέφερα- αποφάσισε να αφήσει και να δείξει πολλά πράγματα μόνο και μόνο γιατί είναι όμορφα και εντυπωσιακά. Είτε από άγνοια κινδύνου είτε από μια "κοιτάξτε τι μπορώ να κάνω" διάθεση, ο Άστερ δείχνει να χάνει κάπως το μέτρο. Όμως όλο μαζί -θα το ξαναπώ- είναι ένα αξέχαστο τριπάκι στον εφιάλτη που κρύβουμε μέσα μας στο οποίο άπαξ και αφεθείς θα πας εκεί όπου λίγες ταινίες του είδους σε έχουν πάει. Αν κάτι γουστάρω στον σκηνοθέτη αυτόν είναι ότι έχει όραμα, ότι ξέρει πολύ καλά τις συμβάσεις του είδους που υπηρετεί και το κυριότερο πως ξέρει να στήνει υπέροχα κάδρα αποστροφής. Το πώς θα εντάξει όλα αυτά που γνωρίζει τόσο καλά μέσα στον καμβά της σε δεύτερη αφήγηση ιστορίας του είναι κάτι που θα μάθει -εύχομαι- καλύτερα στο μέλλον, αρκεί να μην πέσει θύμα του ναρκισσισμού του έναντι των "σινεφίλ" κριτικών και της διανοουμενίστικης θεώρησης του κάθε έργου του. Πάντως, πρέπει αναμφισβήτητα να το δείτε και να το βιώσετε (αλλά δεν νομίζω να πάτε ποτέ στην ύπαιθρο της Σουηδίας για καλοκαιρινές διακοπές μετά από αυτό).

Για περισσότερες κριτικές ταινιών και παρουσιάσεις κινηματογραφικών αιθουσών, ακολουθήστε μας στο Facebook στη σελίδα Cinemano.

Αν αγαπάτε τα θρίλερ, θα βρείτε κείμενα και κριτικές από το αρχείο του Cinemano, εδώ.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θέατρο - Ρουά ματ (2024)

Fourmi (2019)

Θέατρο - The Big Game (2024)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Το αγοροκόριτσο (1959) (Α/Μ)