Ahlat agaci (2018)


Ελληνικός τίτλος: Η άγρια αχλαδιά

Δραματική ταινία των Memento/Arte, σε σκηνοθεσία Νουρί Μπιλγκέ Τσεϋλάν, με τους  Ντογκού Ντεμιρκόλ, Μουράτ Τσεμτσίρ, Μπεννού Γιλντιριμλάρ.

Ο νεαρός Σινάν επιστρέφει στο χωριό του, αφού ολοκληρώνει τις σπουδές του, για να συναντήσει τα πάντα όπως τα άφησε -ενδεχομένως και χειρότερα. Τα χρέη που προκαλούν τα τυχερά παιχνίδια που παίζει ο πατέρας του πνίγουν το σπιτικό τους, το χωριό δείχνει το ίδιο μίζερο όπως προτού το αφήσει, οι φίλοι του εγκαταλείπουν τα ιδανικά τους και τα πάντα μοιάζουν σαν να μην κύλησε μια μέρα από πάνω τους. Με όνειρό του να γίνει συγγραφέας, ο Σινάν καθόλου δεν ενδιαφέρεται για την εμμονή του πατέρα του να βρει νερό σε ένα ορεινό πηγάδι στο σπίτι των παππούδων του, ενώ το ενδεχόμενο να διορισθεί -εάν επιτύχει στις εξετάσεις- δάσκαλος σε κάποιο απομονωμένο μέρος στην ανατολή, μάλλον του προκαλεί αποστροφή. Χαμένος σε έναν τόπο που θεωρεί ότι δεν του ταιριάζει, ο ελαφρώς υπερόπτης και αδιάφορος Σινάν ψάχνει να βρει λεφτά για να εκδώσει το βιβλίο του, συναντά φίλους και παλιές αγαπημένες, συζητά για τη λογοτεχνία και τη θρησκεία, ενώ αποξενώνεται όλο και περισσότερο από το περιβάλλον του. 

Από τη στιγμή που βγήκα από την αίθουσα, αναρωτιόμουν πώς θα μπορέσω να προσεγγίσω μέσα από το κείμενό μου την ταινία. Κι αυτό, γιατί έπρεπε να βρω έναν τρόπο να παντρέψω το αντικειμενικό με το υποκειμενικό. Να βρω τα λόγια να εκφράσω πώς αυτό που έβλεπα ερχόταν σε απόλυτη σύγκρουση με αυτό που ένιωθα. Είναι ένα παράδοξο αυτή η ταινία. Εντελώς αντικειμενικά, είναι μεγάλη σε διάρκεια για το θέμα της, οι ήρωές της δεν βάζουν γλώσσα μέσα τους, ενώ υπάρχουν σκηνές που τραβάνε σε μήκος χωρίς να χρειάζεται. Όμως, αυτό που συντελείται, κόντρα σε όλα όσα ανέφερα, είναι μαγικό, αφού είναι τέτοια η συναισθηματική δύναμη που κρύβει μέσα της, ώστε τελικά να με παρασύρει υπνωτιστικά στον κόσμο της, να με κάνει κομμάτι της και τελικά να με αναγκάσει να της παραδοθώ άνευ όρων. 

Κατ' αρχήν είναι ο Ντογκού Ντερμικόλ, ο ηθοποιός που υποδύεται τον Σινάν, και ο οποίος κρατά ουσιαστικά την ταινία όλη επάνω του. Πράος, είρων, αθώος αλλά με κρυμμένη οργή ετών ολόκληρων, κυκλοφορεί με αφέλεια και ανόητη υπεροψία, αναδεικνύοντας εαυτόν τιμητή των πάντων. Θύμα των περιστάσεων και του περιβάλλοντός του, αλλά και κωλόπαιδο μαζί, ο Σινάν του Ντογκού Ντερμικόλ δηλώνει πως αναζητά το μέλλον, πως αμφισβητεί ανοιχτά το παρελθόν, χωρίς να παραδέχεται ποτέ πως ουσιαστικά ψάχνει να ριζώσει κάπου. Παίζει με μια τέτοια φυσικότητα αυτό το παλικάρι, χωρίς επιτηδευμένες εκρήξεις, χωρίς αυτό που θα λέγαμε "μεγάλη σκηνή" που γίνεται ουσιαστικός πρωταγωνιστής. Είναι αυτή η αργόσυρτη μπλαζέ φωνή, η ειρωνεία στο βλέμμα, η αδιαφορία στη στάση του, αλλά κι αυτός ο θυμός ώρες-ώρες στο ύφος του που πλάθουν έναν Σινάν τον οποίο θέλεις είτε να τον πλακώσεις στα χαστούκια είτε να του κάνεις την πιο ζεστή αγκαλιά και να του πεις πως όλα είναι εντάξει. 

Και απέναντί του, ο πατέρας του, σεβάσμιος δάσκαλος στο Δημοτικό, αλλά τζογαδόρος που έχει χάσει ολόκληρη την περιουσία τους και που χρωστάει σχεδόν σε όλο το χωριό. Μονίμως χαμογελαστός, πράος, εκνευριστικά καλοσυνάτος, σαν να μην ευθύνεται ο ίδιος για το παραμικρό, ακόμα κι όταν το σπίτι έμεινε χωρίς ρεύμα εξαιτίας του. Με ένα κυνηγόσκυλο που υπεραγαπά και μια εμμονή να αποδείξει πως αυτό το ξεροπήγαδο έχει τελικά νερό. Λες και αν υπήρχε τελικά νερό εκεί μέσα στα βράχια, θα το χρησιμοποιούσε για να ξεπλύνει όλες τις αμαρτίες του.

Και στις αγάπες του επάνω είναι που τελικά ο γιος τιμωρεί χαιρέκακα τον πατέρα, θεωρώντας πως έχει το δικαίωμα να το κάνει, πως τα λάθη του άλλου στο χθες, θα δικαιώσουν τα δικά του στο σήμερα. Μια κόντρα πατέρα-γιου, μια διαμάχη που ο Σινάν θεωρεί πως πρέπει να υπάρχει ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο, και παράλληλα μια Τουρκία της "ανατολής" κόντρα σε μια Τουρκία της "δύσης". Είναι προφανείς οι εμμονές και τα διλήμματα του Νουρί Μπιλγκέ Τσεϋλάν καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας, καθώς στήνει γύρω από τον χαρακτήρα του Σινάν ένα γαϊτανάκι από ανθρώπους με τους οποίους συνομιλεί, θίγοντας ευθαρσώς -έως και δασκαλίστικα, θα έλεγε κανείς- τα θέματα που τον απασχολούν. Από εκείνη τη σκηνή με την παλιά συμμαθήτρια του Σινάν στο δέντρο, μέχρι τη σχεδόν σεμιναριακή σεκάνς με τον ιμάμη, η ταινία πραγματεύεται την κόντρα του παλιού με το καινούργιο, του χθες με το σήμερα, της Τουρκίας των πατεράδων και της Τουρκίας που αυτοί παρέδωσαν στους γιους. Αν το σπίτι του Σινάν έχει χρεοκοπήσει από τον τζογαδόρο πατέρα, ενδεχομένως και η χώρα να έχει χρεοκοπήσει ιδεολογικά από τους παλιούς που τη διοικούσαν, που της στέρεψαν τα μυαλά και το πνεύμα, όπως στέρφο είναι και το πηγάδι εκεί πάνω στο βουνό.

Με μια ανεπιτήδευτη αλλά τόσο ατμοσφαιρική φωτογραφία, το ίδιο, επαναλαμβανόμενο μουσικό θέμα στο "κλείσιμο" του κάθε κεφαλαίου και μια αργή, "δασκαλίστικη" αφήγηση που αντανακλάται στο βλέμμα του αθώου, φοβισμένου, υπερόπτη (αλλά και κωλόπαιδου) Σινάν, η "Άγρια αχλαδιά" είναι μια ταινία για τους πατέρες και τους γιους, για το παλιό και το νέο, το φαίνεσθαι και το είναι, την αγάπη που αποζητάμε και οφείλουμε αλλά και εν τέλει μια ταινία για αυτήν την αγκαλιά που έχουμε ανάγκη να μας τυλίξει και να μας κάνει να νιώσουμε σιγουριά. Μια αγκαλιά που ίσως εμείς να πρέπει να ανοίξουμε πρώτοι, προτού είναι πολύ αργά. Σαν αυτήν του Σινάν στο φινάλε, που φέρνει αυθόρμητα δάκρυα στα μάτια.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θέατρο - Ρουά ματ (2024)

Fourmi (2019)

Θέατρο - The Big Game (2024)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Το αγοροκόριτσο (1959) (Α/Μ)