Beoning (2018)


Ελληνικός τίτλος: Το παιχνίδι με τη φωτιά

Δραματική ταινία μυστηρίου σε σκηνοθεσία Λη Τσανγκ Ντονγκ, με τους Γιου Α-ιν, Στήβεν Γιουν, Τζουν Τζονγκ-σέο.

Ο Τζονγκ-σου είναι ένας μοναχικός νεαρός, που πολεμάει να τα βγάλει πέρα με εφήμερες δουλειές. Με τον πατέρα του να κρατείται και να δικάζεται για επίθεση σε δημόσιο λειτουργό, την αδελφή του να ζει αλλού με την οικογένειά της και τη μητέρα του να τους έχει εγκαταλείψει εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ο νεαρός ζει μια ζωή αδιάφορη, μέσα σε μια γκρίζα καθημερινότητα, έχοντας ως όνειρο να γίνει συγγραφέας. Όλα αυτά αλλάζουν όταν συναντά τυχαία στον δρόμο μια μέρα τη Χάε-μι, μια παλιά του συμμαθήτρια από το ίδιο προάστιο της Σεούλ, την οποία ο ίδιος δεν θυμάται. Στην πραγματικότητα, και σύμφωνα με τη δική της αφήγηση, στο σχολείο την έλεγε άσχημη και δεν της έδινε σημασία. Σήμερα, η Χάε-μι είναι μια όμορφη κοπέλα, που έχει κάνει πλαστικές επεμβάσεις και εργάζεται σε μια εταιρεία προωθητικών εκδηλώσεων. Οι δυο τους ξεκινούν -με δική της πρωτοβουλία είναι η αλήθεια- μια ερωτική σχέση που δείχνει να βγάζει τον Τζονγκ-σου από τον λήθαργο της ρουτίνας του. Η σχέση τους, όμως, διακόπτεται από το προγραμματισμένο ταξίδι της Χάε-μι στην Κένυα. Κατά τη διάρκεια της απουσίας της, η επαφή τους είναι ανύπαρκτη, πέραν των τακτικών επισκέψεων του Τζονγκ-σου στο διαμέρισμά της, για να ταΐσει τον γάτο της, τον Μπόιλ, έναν γάτο που εκείνος -όπως κι εμείς- δεν βλέπει ποτέ, αφού κατά τα λεγόμενα της Χάε-μι δεν συμπαθεί τους ξένους. Οι ημέρες κυλούν και εκείνη κάποια στιγμή επιστρέφει από την Αφρική, όμως όχι μόνη, αφού στο ταξίδι της συνάντησε τον Μπεν, έναν νεαρό άντρα που είναι όλα όσα δεν είναι ο Τζονγκ-σου: όμορφος, πλούσιος, με αυτοπεποίθηση και περίσσια γοητεία. Μολονότι οι τρεις τους κάνουν παρέα και συναντιούνται συχνά, η Χάε-μι έχει σαφώς αποτραβηχτεί από τη σχέση της με τον Τζονγκ-σου. Έως ότου μια μέρα εξαφανίζεται.

Είναι μια πάρα πολύ ιδιαίτερη ταινία το "παιχνίδι με τη φωτιά". Έχει μια ανυπέρβλητη και υπνωτιστική γοητεία, ιδίως στο πρώτο της μισό που μπορεί και να ξενίσει, για να σας το ξεπληρώσει όμως στο δεύτερο μέρος, όταν όλα γυρίζουν τούμπα -είναι κι αυτό το κακό με τα διαλείμματα στην Ελλάδα, που οριοθετούν "πράξεις" στην ταινία όταν ουσιαστικά δεν υπάρχουν. Αν θέλουμε να ακριβολογήσουμε, μολονότι -ένεκα του διαλείμματος- χωρίζουμε την ταινία σε δύο μισά, στην πραγματικότητα η ταινία αποτελείται από τρία μέρη, που προς μαγκιά τού σκηνοθέτη, αποτυπώνουν και τρία διαφορετικά είδη. Για να τα πιάσουμε τα πράγματα με μία σειρά, η ταινία ξεκινάει αργά (έως υπερβολικά αργά για τα γούστα κάποιων), βάζοντάς μας στον μοναχικό και φαντασιόπληκτο κόσμο του Τζονγκ-σου, ενός αδιάφορου νεαρού από κάθε άποψη που δεν θα είχε να υπερηφανευτεί για το παραμικρό. Ούτε όμορφο τον λες, ούτε ενδιαφέροντα, ούτε τίποτα. Η έκπληξή του όταν κάνει έρωτα για πρώτη φορά με τη Χάε-μι -που πλάκα στην πλάκα είναι και για εμάς έκπληξη- αποτυπώνει στο πρόσωπό του τη χαμηλότατη εκτίμηση που ο ίδιος τρέφει προς το πρόσωπό του. Όσο εκείνη λείπει στο ταξίδι της, ο τυπάς φαντασιώνεται διαρκώς την ύπαρξή της όποτε πηγαίνει στο διαμέρισμά της για να ταΐσει αυτόν τον "αόρατο" γάτο και να του καθαρίσει το χώμα. Αυτή η ιεροτελεστία στον δικό της χώρο, ακόμα και εν τη απουσία της, δείχνει να τον ερεθίζει, καθώς ο χώρος και κάθε τι εκεί μέσα τού θυμίζουν εκείνη, τα λόγια της, τις φορές που βρέθηκαν μαζί, ενώ την ίδια στιγμή περιγράφει και την εμμονή του για αυτήν. 

Κι από το αρχικό ψυχόδραμα, η επιστροφή της Χάε-μι από την Αφρική μετατρέπει την ταινία σε αισθηματικό τρίγωνο, όταν στην εξίσωση μπαίνει ο Μπεν, λαμπερός και όμορφος όπως ο ήλιος. Η αντιπαλότητα των δύο αντρών που φαίνεται πως διεκδικούν την ίδια γυναίκα, οι διαφορετικοί τους κόσμοι και οι αντίθετες δυναμικές βάζουν αθέλητα τον Τζονγκ-σου σε ένα παιχνίδι συναισθηματικής γοητείας, το οποίο δείχνει να χάνει κατά κράτος. Η έλλειψη αυτοπεποίθησης, τα κόμπλεξ και το φτηνό συναισθηματικά περιβάλλον στο οποίο έχει μεγαλώσει τον κάνουν να ενοχλείται από την παρουσία του λαμπερού Μπεν, αλλά και κατά έναν περίεργο τρόπο να γοητεύεται. Είναι το σημείο που ουσιαστικά το φιλμ εγκαταλείπει τη σχέση της Χάε-μι με τους δύο αυτούς άντρες και εξερευνά τη μεταξύ τους σχέση, αυτόν τον πόλεμο των αρσενικών για το ποιος θα διεκδικήσει τη θηλυκιά για το χαρέμι του. 

Έρχεται, όμως, η εξαφάνιση της Χάε-μι που ανατρέπει ακόμα μία φορά τα πάντα και που μεταμορφώνει την ταινία σε θρίλερ μυστηρίου και αγωνίας. Δεν θα πω λέξη για ό,τι συμβαίνει σε αυτό το τρίτο "κεφάλαιο" του φιλμ, πέραν του ότι αποζημιώνει όλους όσοι βρουν κουραστικό και αργόσυρτο το πρώτο μέρος. Είναι αλήθεια πως πηγαίνει με το πάσο της η ταινία στην αρχή, με σεκάνς και ρυθμούς αφήγησης που "φορτώνουν" τη συνολική διάρκεια και την κάνουν να φτάσει τις 2,5 ώρες που ενδεχομένως να είναι και πολλές. Εξαρτάται, όμως, από ποια σκοπιά το θεωρείς, το θέμα των ρυθμών και της διάρκειας. Εάν δώσεις νοηματικό βάρος στο τρίτο μέρος, στο "θρίλερ" κομμάτι της υπόθεσης δηλαδή, τότε ναι, ίσως το πρώτο μισό της ταινίας να είναι περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Από την άλλη, όμως, οφείλεις να αναγνωρίσεις στον Λη Τσανγκ Ντονγκ πως ακόμα κι όταν η ταινία πηγαίνει στο πολύ ρελαντί, δεν τη φορτώνει με άχρηστα πλάνα -το αντίθετο μάλιστα. Κάθε σκηνή έχει τη θέση της, κάθε εικόνα συμπληρώνει το παζλ ενός ήρωα κακομοίρη, δυστυχισμένου και ταλαίπωρου, που βλέπει ξαφνικά έναν αναπάντεχο ανταγωνιστή να του παίρνει με τρομακτική ευκολία το μοναδικό πράγμα που τον έκανε να νιώθει ξεχωριστός. Οπότε, έχεις να αντιμετωπίσεις ένα δίλημμα, κρίνοντας την ταινία: είναι μεγάλη σε διάρκεια; Ναι. Είναι άχρηστα αφηγηματικά όλα όσα δείχνει στο "αργό" πρώτο μισό; Όχι. Τρέχα γύρευε, τελικά.

Εκεί που μου τα χάλασε προσωπικά η ταινία είναι στην υπερβολική αμφισημία της και τη ρευστή αντιπαράθεση πραγματικότητας και φαντασίωσης, πράγματα που εντόπισα και σε κάποια κενά στο σενάριο που αφήνει ερωτήματα αναπάντητα. Αντιλαμβάνομαι πως ενδεχομένως αυτή ήταν η πρόθεση στο διήγημα του Χαρούκι Μουρακάμι όπου βασίζεται, όμως θα έπρεπε το σενάριο του φιλμ να προσπεράσει τις "αμφιβολίες" του πρωτότυπου υλικού και να αποκτήσει μια πιο συμπαγή θέση απέναντι σε μερικά γεγονότα. 

Έχει, όμως αρετές η ταινία που ξεπερνούν τα θεματάκια της. Έχει δυο χαρισματικούς πρωταγωνιστές που πραγματικά κλέβουν την παράσταση σε κάθε τους εμφάνιση (τον "Μπεν" μπορεί να τον αναγνωρίσετε από το "The Walking Dead"), έχει εξαιρετική φωτογραφία (Χονγκ Κιουνγκ-πυο), υποβλητική μουσική (Μόουγκ), μια διάχυτη μοναξιά και έναν φόβο που σε κατατρώει. Αν μη τι άλλο, βγαίνεις από την αίθουσα, σοκαρισμένος από το φινάλε, και κάθεσαι να συζητάς με τις ώρες το "τι" το "πώς" και το "διότι". 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θέατρο - Ρουά ματ (2024)

Fourmi (2019)

Θέατρο - The Big Game (2024)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Το αγοροκόριτσο (1959) (Α/Μ)