The lighthouse (2019)


Ελληνικός τίτλος: Ο φάρος

Θρίλερ των Universal/Focus/A24 σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Έγκερς, με τον Γουίλλεμ Νταφόε και τον Ρόμπερτ Πάτινσον.

Τέλη 19ου αιώνα. Ένας νεαρός καταφθάνει σε ένα απομακρυσμένο νησί της Νέας Αγγλίας στη μέση του πουθενά όπου θα εργαστεί ως βοηθός φαροφύλακα για κάποιες εβδομάδες. Ο Εφραίμ Γουίνσλοου αντιλαμβάνεται εξ αρχής πως η συνύπαρξή του με τον φαροφύλακα Τόμας Γουέηκ δεν θα είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Απαιτητικός, απόμακρος, χαρακωμένος από τη θάλασσα και τον αέρα, ο ηλικιωμένος άντρας ζητά υπακοή και αφοσίωση από τον νεαρό βοηθό του, εξηγώντας του από την αρχή έναν βασικό κανόνα. Δεν θα του επιτραπεί ποτέ να ανέβει στον φανό. Οι μέρες περνούν γεμάτες κακουχία, με τον αέρα να λυσσομανά κι όταν η θύελλα που χτυπά το νησί κρατά τον Εφραίμ και τον Τόμας αποκλεισμένους, οι δύο τους αναγκάζονται να έρθουν μεν πιο κοντά, την ίδια στιγμή που το μυαλό τους αρχίζει να σαλεύει. 

Δεν χωράει αμφιβολία πως βρισκόμαστε έναντι μιας συναρπαστικής και άκρως εντυπωσιακής ταινίας που κατορθώνει και σου επιβάλλεται από τα πρώτα κιόλας λεπτά. Η ταραγμένη, ταλαιπωρημένη, φοβισμένη σχεδόν φιγούρα του νεαρού Εφραίμ (Ρόμπερτ Πάτινσον) φτάνει στον φάρο όπου έχει έρθει για δουλειά. Θαλασσοδαρμένος από το ταξίδι με τη βάρκα, βρίσκεται σε ένα τοπίο άγριο, απάνθρωπο, παραδομένο στα στοιχειά της φύσης. Ο αγέρωχος μα σπασμένος από τα χρόνια και τις κακουχίες άντρας που στέκει απέναντί του, ο φαροφύλακας Τόμας (Γουίλλεμ Νταφόε) είναι φειδωλός στα καλωσορίσματα και από τις πρώτες κοφτές και τραχιές κουβέντες τού καθιστά ξεκάθαρο ποιος κάνει κουμάντο εκεί πέρα. Εξ αρχής λοιπόν έχουμε το δράμα σε πλήρη εξέλιξη, χωρίς καλά-καλά να ξέρουμε τι θα μας συμβεί και τι να περιμένουμε. Σε αυτήν την επιβλητική ατμόσφαιρα συνεισφέρουν τα μέγιστα η εξαιρετική ασπρόμαυρη φωτογραφία, με το εκτυφλωτικό κοντράστ και το τετράγωνο vintage κάδρο, καθώς και ο ήχος από τα κύματα που σκάνε επίμονα στα βράχια, τον αέρα που μοιάζει να παρασέρνει το νησί και τη μπουρού που δεν παύει ποτέ να κλαίει. Τοπίο εφιάλτη, αφιλόξενο, εχθρικό και αλλόκοσμο που τα μάτια του τρομαγμένου Εφραίμ (και τα δικά μας) δεν μπορούν να συλλάβουν.

Την ίδια στιγμή, ακριβώς αυτή η επιλογή της ασπρόμαυρης φωτογραφίας και του καρέ με αναλογία 1.19:1 (το κάδρο που χρησιμοποιήθηκε για μια σύντομη περίοδο, όταν το σινεμά έκανε τη μετάβαση στον ήχο, εξ ου και η ανεπίσημη ονομασία του, κάδρο Movietone, από το πρώτο ηχητικό σύστημα) αποτίουν ένα είδος φόρου τιμής στις απαρχές του κινηματογράφου αλλά και στο σινεμά μεγάλων δημιουργών -κάποιοι ενδεχομένως θα βρείτε αναφορές στο σινεμά του Μπέργκμαν. Το ίδιο συμβαίνει και με τους διαλόγους, καθώς είναι σκηνές όπου μεταφέρουν αυτούσια σχεδόν αποσπάσματα από μυθιστορήματα του Χέρμαν Μέλβιλ και του Ρόμπερτ Λιούις Στήβενσον, μάστορες αμφότεροι του λόγου μα και της ναυτικής λογοτεχνίας. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η σχέση φαροφύλακα και βοηθού παραπέμπει πολλάκις στον Έηχαμπ και τον Ισμαήλ από τον Μόμπυ Ντικ ή στον "Λύκο" Λάρσεν και τον Χάμφρεϋ Βαν Γουάιντεν από τον "Θαλασσόλυκο" του Τζακ Λόντον. Οι δύο άντρες μοιράζονται, αντιπαλεύουν, προκαλούν και απολαμβάνουν αυτή τη σχέση εξουσίας και υποταγής, αλλάζοντας ρόλους και υποκύπτοντας ακόμα και σε μια ερωτική εξλαρτηση κυριαρχίας. 

Θα μπορούσες να αποκαλέσεις τον Φάρο και πειραματική ταινία, αν δεν ήταν τόσο επιτηδευμένη. Διότι δυστυχώς όλα αυτά τα ενδιαφέροντα στοιχεία που μπλέκουν στην οθόνη κανένα ίχνος ειλικρινούς πειραματισμού δεν κρύβουν, παρά μόνο μια διάθεση φλυαρίας (λόγου, εικόνων, ιδεών) που τελικά δεν καταλήγει πουθενά και είναι σαν να οδηγεί την ταινία πάνω στα βράχια του νησιού. Διότι δεν υπάρχει προκείμενο μέσα σε όλο αυτό. Δεν υπάρχει αυτό που στα Κάτω Πατήσια αποκαλούμε distinctive point of view. Ολίγον ναυτικό δράμα, ολίγον μεταφυσικό θρίλερ, ολίγον υπαρξιακό δοκίμιο, ολίγον Ζενέ και Ντε Σαντ, ολίγον από σινεφίλ αναφορές και έρχονται όλα αυτά τα "ολίγον από" και σε γκώνουν. Σαν να πήγες σε ένα εστιατόριο και αντί να φας ένα καλό γεύμα τριών πιάτων, να δοκίμασες δυο-τρεις μπουκιές από ολόκληρο το μενού. Και σκασμένος νιώθεις στο τέλος και δεν κατάλαβες τι έφαγες και τι σου άρεσε πιο πολύ. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο Έγκερς αδικεί όλες τις αρετές του έργου του, με πρώτες και καλύτερες τις ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών του, με τον Νταφόε να δίνει ρεσιτάλ αλλά να κάνει και ό,τι μπορεί με τα αποσπάσματα του Μέλβιλ που πρέπει να απαγγείλει και τον Ρόμπερτ Πάτινσον, όμορφο, κατασταλλαγμένο και συνειδητοποιημένο ηθοποιό πλέον, να ακροβατεί ανάμεσα στο θύμα, στον δολοπλόκο θηρευτή που στήνει παγίδες και σε ένα τρελαμένο, παραδομένο πλάσμα που αυνανίζεται με τη φαντασίωση της γοργόνας. Και όλα αυτά εν μέσω ενός τοπίου που σαφέστατα παραπέμπει σε καθαρτήριο με όσα αυτά συνεπάγονται για το νόημα του φανού. Μπάστα κάπου όμως και κράτα και καμιά ιδέα για την επόμενη ταινία, δεν χρειάζεται να μπουν όλες εδώ. Και κάτι τελευταίο: όταν σχεδιάζεις να χτυπήσει θύελλα το νησί σου, δεν βάζεις τον ήχο του ανέμου τσίτα από την αρχή και διαρκώς, διότι όταν τελικά χτυπά η θύελλα όχι μόνο δεν αντιλαμβάνεσαι τη διαφορά στην ένταση αλλά έχεις ήδη οδηγήσει θεατές και ηχεία στα όρια των αντοχών τους. Δεν είναι εικαστική εγκατάσταση η ταινία ούτε γκαλερί σύγχρονης τέχνης η αίθουσα.

Για περισσότερες κριτικές ταινιών και παρουσιάσεις σειρών και κινηματογραφικών αιθουσών, ακολουθήστε μας στο Facebook στη σελίδα Cinemano.

Αν αγαπάτε τα θρίλερ, θα βρείτε κείμενα και κριτικές από το αρχείο του Cinemano, εδώ.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θέατρο - Disorder (2024)

Αρραβωνιάσματα (1950) (Α/Μ)

O τελευταίος πειρασμός (1964) (Α/Μ)

Les amours d'Anaïs (2021)

Κινηματογράφοι- Village @ The Mall (Αίθουσες 1-11)