Blade Runner (1982) (The director's cut -1991)


Ελληνικός τίτλος: Blade Runner -Ομάδες εξόντωσης

Ταινία επιστημονικής φαντασίας των Warner/The Ladd Company, σε σκηνοθεσία Ρίντλεϋ Σκοτ, με τους Χάρισον Φορντ, Σων Γιανγκ, Ρούτγκερ Χάουερ, Ντάρυλ Χάννα, Τζοάνα Κάσιντυ, Έντουαρντ Τζέημς Όλμος, Γουίλλιαμ Σάντερσον. 

Το Λος Άντζελες του 2019 είναι μια κατεστραμμένη και εγκαταλελειμμένη εφιαλτική πόλη, αντιπροσωπευτική της κατάστασης που επικρατεί σε όλον τον πλανήτη: η περιβαλλοντολογική μόλυνση έχει εξαναγκάσει τους ανθρώπους να αναζητήσουν ζωή σε άλλους πλανήτες, ενώ πίσω στη Γη έχουν μείνει οι λιγότερο προνομιούχοι. Μια μεγάλη εφεύρεση δε της Βιομηχανικής, οι Ρεπλίκες, έχει βελτιώσει πολύ τη ζωή στις πλανητικές αποικίες: ανθρωπόμορφα όντα, κατασκευασμένα στα εργαστήρια, αναλαμβάνουν τις σκληρές δουλειές στα ορυχεία ή εξυπηρετούν άλλες ανάγκες, όπως το σεξ για παράδειγμα. Με μικρό κύκλο ζωής, οι Ρεπλίκες πλάστηκαν να λειτουργούν ως δούλοι, μέχρι που κάποιες από αυτές, το πλέον εξελιγμένο μοντέλο Νέξους 6, επαναστατούν, σφαγιάζουν τους ανθρώπους στις αποικίες και δραπετεύουν προς τη Γη. Έτσι, καλείται ένας αστυνομικός της δίωξης ανθρωποειδών, των Blade Runner, να τους εντοπίσει και να τους "αποσύρει".

Είναι πράγματι αξιοπερίεργο τι έχει συμβεί με αυτήν την ταινία από το 1982 που πρωτοπαίχτηκε στους κινηματογράφους μέχρι σήμερα. Από εμπορική αποτυχία και τις πρώτες διχασμένες κριτικές, έφτασε σήμερα να φιγουράρει στις παγκόσμιες λίστες των καλύτερων ταινιών όλων των εποχών, να θεωρείται αριστούργημα από τους κριτικούς και να έχει αποκτήσει ένα άνευ προηγουμένου cult status, με τους θεατές και τους θεωρητικούς να πίνουν νερό στο όνομά της. Πώς συνέβη, όμως, αυτό; Για ποιους λόγους ό,τι δεν άρεσε τότε σήμερα το λατρεύουμε; Και το κυριότερο, για ποια ακριβώς από τις τρεις ταινίες μιλάμε;

Το Blade Runner αποτελεί κατάφορη αδικία για άλλες ταινίες που επίσης δεν είχαν πάει καλά σε κριτικές και εισιτήρια. Εκεί που κάποιες άλλες πέρασαν στη λήθη ή κι εάν ακόμα κατόρθωσαν να αποκαταστήσουν τη φήμη τους, το έκαναν με πόνο και κόπο (ίσως γιατί με το πέρασμα των χρόνων, το κοινό κατανόησε μηνύματα και ιδέες που την εποχή εκείνη δεν είχαν τον ανάλογο αντίκτυπο), το Blade Runner κατόρθωσε να διακριθεί με διαρκείς "επιδιορθώσεις". Ωραία, λοιπόν, το 1982 η ταινία δεν "πήγε". Ξεχάστηκε κιόλας, να τα λέμε κι αυτά, όσοι την είδαμε την είδαμε, και μετά πήγαμε γι'άλλα. Όμως, το 1992, ξανακυκλοφόρησε, ελαφρώς επιδιορθωμένη, στην εκδοχή που σήμερα είναι γνωστή ως "director's cut" (και την οποία είδα ξανά προτού γράψω το κείμενο αυτό). Μόνο που δεν ήταν ακριβώς director's cut, αφού απλά ήταν η τελική εκδοχή του 1982 χωρίς τις παρεμβάσεις των παραγωγών, αλλά όχι όμως και αυτό που ουσιαστικά ήθελε ο Ρίντλεϋ Σκοτ. Παρ'όλα αυτά, ήταν αισθητά καλύτερο. Όμως, αφού δεν ήταν η εκδοχή που εξέφραζε 100% τον σκηνοθέτη, το 2007 ξανακυκλοφόρησε, σε μια κόπια της οποίας τον απόλυτο έλεγχο είχε ο Ρίντλεϋ Σκοτ και η οποία έγινε γνωστή ως "final cut" (δεν την έχω δει, συγγνώμη κιόλας). 

Ωραία, λοιπόν, να το κάνουμε κανόνα: όποια ταινία δεν πηγαίνει, να την ξαναμοντάρουμε και να την ξανακυκλοφορούμε κάθε δέκα χρόνια περίπου, μέχρι να την πετύχουμε. Τι; Όχι;

Είναι γεγονός, το Blade Runner έχει αποκτήσει ένα κυρίαρχο cult status τα 35 χρόνια που μεσολάβησαν από την Α' Προβολή του μέχρι σήμερα που γράφονται αυτές οι γραμμές. Μόνο που μια cult ταινία δεν είναι απαραίτητα και μια καλή ταινία. Τώρα θα ρωτήσετε "είναι δηλαδή το Blade Runner μια κακή ταινία;" κι εγώ θα απαντήσω με την ίδια ερώτηση: "για ποια ταινία από τις τρεις μιλάμε ακριβώς;". Κανονικά, δεν θα έπρεπε κάθε κριτική άποψη να βασίζεται στην πρώτη εκδοχή του 1982; 

Ας θυμηθούμε, λοιπόν, τι είχαμε δει τότε (μολονότι, πρέπει κανείς να ανασύρει στοιχεία και λεπτομέρειες από τη μνήμη του και να ανατρέξει σε αρθρογραφία, καθώς πολύ "βολικά" αυτή η κόπια έχει εξαφανιστεί). Το 1982, λοιπόν, η ταινία δεν είχε πάει καθόλου καλά. Έτσι, απλά. Σε ό,τι αφορά το εισπρακτικό της μέρος, έπεσε πάνω στον γρανιτένιο τοίχο που άκουγε στο όνομα "E.T." που είχε ανοίξει δύο εβδομάδες νωρίτερα και έσκιζε στα ταμεία. Με εκτιμώμενο προϋπολογισμό $28 εκατ., οι εισπράξεις της ταινίας στις ΗΠΑ έκλεισαν λίγο πιο κάτω, στα $27 εκατ. και κάτι. Επιτυχία δεν το λες. Οι δε κριτικοί είχαν διχαστεί. Άλλοι μιλούσαν για ένα έργο με όραμα και άλλοι για ένα δυσνόητο φιλμ, την ίδια στιγμή που στην πλειοψηφία τους σχολίαζαν τους αργούς του ρυθμούς (Βlade Crawler την είχε αποκαλέσει κάποιος). Την ίδια στιγμή δε, όλοι έμοιαζαν να έχουν αποκηρύξει την ταινία: τόσο ο ίδιος ο Ρίντλεϋ Σκοτ (ο οποίος είχε απολυθεί μόλις είχαν ολοκληρωθεί τα γυρίσματα, για να επαναπροσληφθεί αργότερα κατά το μοντάζ, αλλά ως εκτελεστής των επιθυμιών των παραγωγών), όσο και ο Χάρισον Φορντ, ο οποίος δεν ήθελε καν να του την αναφέρουν. 

Τα ζόρια έτσι κι αλλιώς είχαν ξεκινήσει από νωρίτερα. Εν συντομία να πούμε μόνο πως ο προϋπολογισμός είχε ξεπεράσει κάθε προγραμματισμό, ο βρετανός σκηνοθέτης ήταν σε μια μόνιμη κόντρα με το αμερικανικό συνεργείο, αλλά και με τον Χάρισον Φορντ, ενώ όταν τελικά η ταινία έφτασε να παιχτεί σε δοκιμαστική προβολή ήταν μια σκέτη καταστροφή. Ο κόσμος δεν καταλάβαινε τίποτα, οι παραγωγοί επενέβησαν, επέβαλαν άλλο φινάλε με happy end, ενώ για να καλύψουν τις ασάφειες του σεναρίου, προσέθεσαν κατεβατά αφήγησης, τα οποία ζήτησαν να εκφωνεί ο χαρακτήρας του Χάρισον Φορντ, ο αστυνόμος Ντεκάρντ. Ένας ακόμα λόγος για τον ηθοποιό να θέλει να ξεχάσει την ταινία, αφού αναγκάστηκε να επιστρέψει στο στούντιο, αρκετό καιρό μετά τα γυρίσματα, και να σπηκάρει κείμενα "γραμμένα από καραγκιόζηδες", όπως είχε πει ο ίδιος σε συνέντευξή του (χρησιμοποιώντας στα Αγγλικά τη λέξη "κλόουν"). 

Αυτή, λοιπόν, ήταν η εκδοχή της ταινίας που παίχτηκε στους κινηματογράφους. Μια ταινία που δεν άρεσε σε κανέναν, κυριολεκτικά. Ούτε σε όσους την έβλεπαν (πολύ αργή για περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, σύμφωνα με τα μέτρα και τα σταθμά της εποχής, πολύ "ενήλικη" και εστέτ για τους νεαρότερους θεατές), ούτε σε όσους τη γύρισαν (σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής δεν την αναγνώριζαν, ενώ οι παραγωγοί κινδύνευαν να μπουν μέσα). Είναι, λοιπόν, αριστούργημα αυτή η ταινία; Ας ξεκινήσουμε από τα θετικά. Η κινηματογράφηση, το στυλ και η αισθητική της είναι ομολογουμένως υψηλότατου επιπέδου. Οι λεπτομέρειες στα σκηνικά, η φωτογραφία και η μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου (άλλα προβλήματα με την κυκλοφορία του soundtrack που καθυστέρησε 10 χρόνια, αλλά ας μην ασχοληθούμε και με αυτό), συνθέτουν ένα οπτικό ποίημα που όμοιό του δεν είχαμε δει έως τότε. Θα μπορούσε να πει κανείς πως το Blade Runner δημιούργησε ένα νέο είδος κινηματογράφου, το νουάρ επιστημονικής φαντασίας. Ο ταλαντούχος Ρίντλεϋ Σκοτ, γυρίζει στην ουσία ένα φιλμ νουάρ τοποθετημένο στο μέλλον με κοσμητικά στοιχεία επιστημονικής φαντασίας, πάντρεμα ειδών που είχε ήδη δοκιμάσει με εξαιρετική επιτυχία στο "Άλιεν", όταν έμπλεξε την επιστημονική φαντασία με μια καθαρόαιμη ταινία τρόμου. 

Η κεντρική ιδέα του φιλμ (βασισμένη σε νουβέλα του Φίλιπ Κ. Ντικ) εξίσου συναρπάζει, όχι γιατί απλά παρουσιάζει την ιδέα της ρεπλίκας, της αντιγραφής της ανθρώπινης ζωής από ανθρώπινα χέρια, αλλά γιατί διερωτάται αν οι ρεπλίκες αυτές έχουν ψυχή και όνειρα. Στην εκτέλεση, όμως, πολλά από αυτά τα εξαιρετικά στοιχεία μένουν ανεκμετάλλευτα. Η αναζήτηση ψυχής στις ρεπλίκες επαφίεται στο ρόλο της πανέμορφης μεν, αλλά ψυχρής και αδιάφορης ερμηνευτικά Σων Γιανγκ, που παίζει απλά διεκπεραιωτικά. Ευτυχώς που υπάρχει ο σίφουνας Ρούτγκερ Χάουερ που ναι, μπαίνει στο πετσί του ρόλου και τον κατανοεί πλήρως, πετυχαίνοντας διάνα και δίνοντας βάθος στην τεχνητή ύπαρξή του που αναζητά τον δημιουργό του, ώστε να αποφύγει τον προγραμματισμένο από αυτόν θάνατο. 

Το voice over που επέβαλλαν οι παραγωγοί είναι όντως παράταιρο, συγχωρέστε με όμως, είναι και εν μέρει επιβεβλημένο, καθώς το σενάριο αφήνει ανοιχτά κάποια μέτωπα που εύκολα μπορείς να προσπεράσεις (και πιστέψτε με, το ίδιο συμβαίνει όσες φορές κι αν δεις την ταινία). Έχει προβληματάκια το σενάριο, προφανώς, εξ ου και το αρχικό μοντάζ -λένε- έδωσε διάρκεια 4 ωρών. Κόψε-κόψε, ράψε-ράψε, κόψε-ράψε και ξανακόψε, χάθηκαν πράγματα στη διαδρομή. Το δε happy end (με αχρησιμοποίητα πλάνα από τη "Λάμψη" του Κιούμπρικ) σαφώς αποδυνάμωνε την ταινία που ξαφνικά, και για λίγα δευτερόλεπτα, γινόταν κάτι άλλο. 

Και ξαναρωτάω: είναι αυτή η ταινία αριστούργημα και μια από τις καλύτερες όλων των εποχών; Θα μου πείτε, βάλανε όλοι το χέρι τους και τη ρήμαξαν. Ναι, έχει συμβεί και σε άλλες ταινίες, όμως, αλλά δεν μας τις ξαναέδειξαν διορθωμένες για να αλλάξουμε γνώμη. Επειδή, όμως, είμαι μεγαλόψυχος, θα αναφερθώ και στην director's cut εκδοχή του 1992, αφού ουσιαστικά αυτή είναι που έχει κυκλοφορήσει ευρέως σε ψηφιακά μέσα, με την εκδοχή του 1982 να είναι πλήρως εξαφανισμένη. Τι είναι λοιπόν το director's cut; Κατ'αρχήν δεν είναι director's cut, αφού στην πραγματικότητα πρόκειται για την τελική εκδοχή του 1982 με τον Ρίντλεϋ Σκοτ να έχει απολυθεί και να έχει ξαναπροσληφθεί, μόνο και μόνο για να εκτελεί τις επιθυμίες των παραγωγών. Είναι η κόπια που είχε παιχτεί στις δοκιμαστικές προβολές με αποτυχία. Πιο απλά, είναι η εκδοχή του 1982, χωρίς την αφήγηση, χωρίς το happy end και με πρόσθετη τη σκηνή που ο Ντεκάρντ ονειρεύεται έναν μονόκερο. Σαφέστατα η απώλεια της αφήγησης και του Ντεκάρντ με τη Ρέητσελ να διασχίζουν ερωτευμένοι την άγρια αμερικανική φύση είναι προτερήματα, όμως αυτό δεν διορθώνει τα προβλήματα του σεναρίου ούτε την ερμηνεία της Σων Γιανγκ. Αφήστε δε που αυτή η προσθήκη του ονείρου ξεκίνησε και όλη την παραφιλολογία σχετικά με το αν ο Ντεκάρντ είναι ή δεν είναι ρεπλίκα. Ούτε πρόκειται να ασχοληθώ, γιατί δεν το έχει αποφασίσει κανείς αυτό τελικά, με ατάκες σχετικές να προσθαφαιρούνται από την ταινία σε διάφορες φάσεις του μοντάζ. Το final cut του 2007 δεν το έχω δει (και δεν ξέρω κι αν πρόκειται -έχω να δω τόσες ταινίες σε αυτή τη ζωή που δεν έχω χρόνο να βλέπω διαφορετικές εκδοχές της ίδιας επειδή έτσι...). 

Αυτάρεσκη ταινία στο σύνολό της, αλλά ανολοκλήρωτη ουσιαστικά (σε όποια εκδοχή), έχει τρομερές αρετές, χάραξε πορεία για πολλές άλλες, είναι ευφυής αλλά ανοίγει πολλά μέτωπα στα οποία δεν κατορθώνει να ανταποκριθεί με 100% επιτυχία. Ναι, έχει στοιχειώσει τη ζωή μας. Ναι, την έχουμε λατρέψει. Ναι, είναι ένα οπτικοακουστικό ποίημα αισθητικά. Και, ναι, μπορεί να είμαστε όλοι ρεπλίκες τελικά. Όλα αυτά, όμως, συνιστούν στον μύθο της ταινίας και όχι στην ταινία αυτή καθ'εαυτή, η οποία έχει τα θεματάκια της, σε όποια εκδοχή και να κυκλοφορήσει.  Εκτός αν κάποια στιγμή εμφανιστεί και η 4ωρη του πρώτου μοντάζ -μην το αποκλείετε. (7/10)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θέατρο - Ρουά ματ (2024)

Fourmi (2019)

Θέατρο - The Big Game (2024)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Θέατρο - Έρωτας-Κόκκινο Φιλί -Κεφάλαιο ΙΙΙ (2024)