Mother! (2017)


Ελληνικός τίτλος: Μητέρα!

Αλληγορικό δράμα της Paramount, σε σκηνοθεσία Ντάρεν Αρονόφσκυ, με τους Τζένιφερ Λώρενς, Χαβιέ Μπαρδέμ, Μισέλ Φάιφερ, Εντ Χάρρις. 

Ένας ποιητής με τη γυναίκα του ζουν απομονωμένοι σε ένα σπίτι μέσα στο δάσος. Εκείνος προσπαθεί να βρει έμπνευση για το επόμενο βιβλίο του, εκείνη ανακαινίζει το σπίτι που είχε καταστραφεί στο παρελθόν από πυρκαγιά. Ένας άγνωστος, γιατρός στο επάγγελμα, ο οποίος μόλις έχει πιάσει δουλειά στο κοντινό νοσοκομείο, χτυπά την πόρτα τους νομίζοντας πως είναι πανδοχείο. Ο ποιητής τον προσκαλεί να μείνει μαζί τους, γοητευμένος από το γεγονός πως ο γιατρός είναι θαυμαστής του έργου του. Κατ' ουσίαν, ήταν πρόφαση πως χτύπησε κατά λάθος την πόρτα τους, αφού στην πραγματικότητα ο γιατρός ήθελε να γνωρίσει από κοντά τον αγαπημένο του ποιητή. Μετά από λίγο, καταφθάνει και η γυναίκα του, ενώ λίγο αργότερα και τα παιδιά τους. Και ξεσπά η κόλαση.

Η Κόλαση, στην πραγματικότητα, είναι παρούσα από το πρώτο πλάνο της ταινίας, όταν το πρόσωπο μιας γυναίκας κατασπαράσσεται από τις φλόγες. Και από εκεί και μετά, η Κόλαση είναι αεί παρούσα, με το ίδιο το σπίτι να πρωταγωνιστεί ως τόπος μιαρός, που σαπίζει και αιμορραγεί -κυριολεκτικά. Όλη η ταινία είναι μιαρή, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο της καρέ, κι αυτός ίσως είναι ο λόγος που κάποια στελέχη μάρκετινγκ και αρκετοί κριτικοί προσπαθούσαν να την πλασάρουν ως θρίλερ, αναζητώντας απεγνωσμένα ένα είδος στο οποίο να την εντάξουν. Η ταινία, όμως, δεν εντάσσεται πουθενά, είναι εντελώς προσωπική και απρόσμενη, και αν δεν την είχε ένα μεγάλο στούντιο τότε δεν θα υπήρχε η παραμικρή ανάγκη "ετικέτας είδους". Όταν, όμως, καλείται η Paramount (πλάκα-πλάκα, προς τιμήν της που πήρε τέτοιο ρίσκο) να την ανοίξει στις ΗΠΑ με προδιαγραφές blockbuster, τότε, τι διάολο, κάπως έπρεπε να την πουλήσει. Η έννοια του "θρίλερ" ήταν η πιο προφανής και εύκολη. Και ταυτόχρονα η πιο λάθος.

Και άντε τώρα να εξηγήσεις σε αυτούς που πήγαν να δουν θρίλερ, τι είναι αυτό που βλέπουν. Από εκεί τρως την πρώτη πόρτα. Μετά, έχεις το άλλο κοινό, αυτό που γνώρισε τον Αρονόφσκυ από τον "σαλονάτο" και οσκαρικό Μαύρο Κύκνο, που νομίζει ότι θα δει οικογενειακό δράμα του Ίψεν και παθαίνουν τη φρίκη τους. Δεύτερη πόρτα από εκεί. Υπάρχει σίγουρα και μια μερίδα ανυποψίαστων και καλή τη πίστη θεατών που πάνε απλά για να δουν μια ταινία. Εκείνοι ενδεχομένως είναι πιο ανοιχτοί σε όσα συμβαίνουν, καθώς περιμένουν να τους μιλήσει η ίδια η ταινία και ουδόλως οι ετικέτες της ή η πρότερη φιλμογραφία του σκηνοθέτη. Σε αυτούς, οι πιθανότητες είναι 50-50. Άλλωστε, τα πάντα είναι μοιρασμένα 50-50 σε αυτό το φιλμ. 50-50 οι πιθανότητες να σου αρέσει ή να φρίξεις. 50-50 η αναλογία όσων βλέπεις με όσα νιώθεις. 50-50 μοιρασμένο και το φιλμ αυτό καθ'εαυτό, διχασμένο εμφανώς σε δύο μέρη με δύο διαφορετικές ταυτότητες. Διχάζεται και διχάζει αυτή εδώ η Μητέρα!

Ας δούμε, όμως, πού θα συμφωνήσουμε όλοι. Κι αυτό δεν είναι παρά οι δύο γυναίκες του φιλμ: η Τζένιφερ Λώρενς και η Μισέλ Φάιφερ. Ειδικά η Φάιφερ είναι σαρωτική, μεστή και ώριμη ως ηθοποιός, με απόλυτη επίγνωση του ρόλου -και όχι του χαρακτήρα, αφού χαρακτήρες δεν υπάρχουν στην ταινία, με τα πάντα και τους πάντες να είναι συμβολικά. Η είσοδος (εισβολή) που πραγματοποιεί στο σπίτι είναι καθ' όλα "ιψενική", και επιμένει επικίνδυνη, απειλητική και κυρίαρχη στις σκηνές της -από τη φωνή, την εκφορά του λόγου, το βλέμμα και τον τρόπο που στέκεται. Εύχομαι ολόψυχα η ταινία αυτή να αποτελέσει όχημα για μια δεύτερη και ίσως ακόμα σπουδαιότερη καριέρα για εκείνην. Η Τζένιφερ Λώρενς, με τη σειρά της, επωμίζεται επάξια τον επώδυνο πρώτο ρόλο. Και είναι επώδυνος ο ρόλος αυτός σε πολλά επίπεδα. Σωματικά και ψυχικά για την ίδια την ηθοποιό, η οποία είναι πανταχού παρούσα, σε κάθε σκηνή, με την κάμερα να την πνίγει με ασφυκτικά κοντινά που την παρακολουθούν σε κάθε βήμα. Της βγάζω το καπέλο, καθώς αποδέχεται την ευθύνη και το ρίσκο του όλου εγχειρήματος και το προσγειώνει, μένοντας σταθερή και συγκροτημένη εν μέσω όλου του χάους. Με σιγουριά μπορώ να πω πως χάρη στην ερμηνεία της και την παρουσία της μπορείς να συνδεθείς με την ταινία και να την παρακολουθήσεις μέχρι τέλους με ενδιαφέρον, καθώς η δική της κατάβαση στην Κόλαση είναι ο συνδετικός κρίκος της αλληγορίας με την πραγματικότητα, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται ο θεατής. Μεγάλη της μαγκιά, πραγματικά. Όσο για τους δύο άντρες πρωταγωνιστές, είτε η παρουσία τους είναι σωστή αλλά επικουρική απλά (βλέπε Εντ Χάρρις), είτε αμήχανη και "ξένη" (Χαβιέ Μπαρδέμ). Ο πολύ καλός ηθοποιός δεν δείχνει να κατανοεί τι ακριβώς συμβαίνει και δεν είναι λίγες οι φορές που γίνεται καρικατούρα του εαυτού του, ένα παιδί που παίζει με τα καινούργια του παιχνίδια έως ότου να τα βαρεθεί και αυτά. Και ναι, αυτή είναι η πεμπτουσία του ρόλου του, "ποιητής και πλάστης", αλλά στην έκφρασή του δεν τα πήγε καθόλου καλά. Είναι κι αυτό το ρημαδοαξάν στα Αγγλικά του που ειδικά εδώ στερεί τη δυναμική του λόγου του. Βέβαια, επειδή ακριβώς είναι πολύ καλός ηθοποιός, έχει τις στιγμές του που μαγνητίζουν, αλλά αυτό είναι μόνο: στιγμές. Στο σύνολό του δείχνει ξένο σώμα, εκτός κι αν αυτές ήταν οι οδηγίες του Αρονόφσκυ.

Και μ' αυτά και μ' εκείνα, ερχόμαστε στο κεφάλαιο "Αρονόφσκυ", αφού η ταινία ξεκινάει και τελειώνει με αυτόν να υπογράφει τη σκηνοθεσία και το σενάριο, ποιητής και πλάστης του δικού του σύμπαντος, παιδί που παίζει με τα καινούργια του παιχνίδια. Κι εδώ 50-50 οι απόψεις. Υπερφίαλο ντελίριο ενός κινηματογραφιστή που βάζει πολλά (μα, πάρα πολλά) καρπούζια στην ίδια μασχάλη χωρίς να μπορεί να τα κρατήσει σε όλη τη διαδρομή; Ή δημιουργικό ξέσπασμα ευφυίας που ξαναδιαβάζει τις Γραφές και αφηγείται στα 121 λεπτά της ταινίας ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας και τη σχέση της με τον Δημιουργό-Πλάστη της; Ό,τι κι αν είναι, οφείλεις να του αναγνωρίσεις ότι έχει τα καρύδια να ξεράσει στην οθόνη τον ίλιγγο των σκέψεων και των προβληματισμών του. Είτε το κάνει από υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό του ή από άκρατο ναρκισσισμό, αυτό που μετράει είναι πως το κάνει. Πώς το κάνει, είναι μια άλλη ιστορία. Κι εκεί δεν μπορεί να επέμβει κανείς μας, αφού η Μητέρα είναι μια υπόθεση τόσο αυστηρά προσωπική που όμως άπτεται της παγκοσμιότητας. Κι εκεί άντε να βγάλεις άκρη. 

Έχει κάνει εξαιρετική δουλειά με την κάμερά του, με τον διευθυντή φωτογραφίας Μάθιου Λιμπατίκ να μιαίνει το κάδρο με κόκκο την ίδια στιγμή που κρατά μια παλέτα σκουριάς και καμένου, σαν ξύλα και μέταλλα που τα κατατρώει η φωτιά από μέσα. Έχει γίνει κορυφαία δουλειά και στους ήχους (τη βάψατε αν διαλέξετε λάθος σινεμά) καθώς το πολυκάναλο Dolby γίνεται ο τρίτος πρωταγωνιστής (παίζοντας και τον ρόλο της μουσικής που δεν υπάρχει), δίνοντας στην ταινία μια τρίτη διάσταση. Για να το πω πιο απλά, με άξονα αναφοράς τη Τζένιφερ Λώρενς και με την κάμερα εμμονικά και ασφυκτικά επάνω της, κάθε στροφή δική -και άρα κάθε στρίψιμο του πλάνου- περιστρέφει και τους ήχους ή τις ομιλίες, αφού εμείς είμαστε αυτή, άρα ακούμε όπως ακούει αυτή, ζούμε τα πάντα όπως τα ζει αυτή. Παράλληλα, τα subwoofer υπολειτουργούν διαρκώς, μιαίνοντας και αυτά με τη σειρά τους τον ήχο και κάνοντας αυτό το μιαρό σπίτι, αυτή τη μιαρή εστία, να αιωρείται, χωρίς θεμέλια και χωρίς βάσεις. 

Στο σενάριο, όμως, την μπάλα τη χάνει. Γίνεται φλύαρος -ειδικά στο δεύτερο μισό- οι βιβλικές αλληγορίες του γίνονται υπερβολικές (το πιάσαμε το υπονοούμενο από την αρχή, δεν χρειαζόμασταν ΚΑΙ το βατραχάκι για να το καταλάβουμε), ενώ η ντελιριακή προ-τελευταία πράξη είναι τόσο πλίνθοι τε και κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι που από σπαρακτική και οικουμενικά τραγική κινδυνεύει να γίνει φαιδρή (κι εκεί είναι που ο Μπαρδέμ δεν βοηθά καθόλου). Ένας άνευ προηγουμένου και χρησιμότητας πλούτος πληροφοριών, συσχετισμών και συμβολισμών που αφαιρεί κάθε δυναμική από όσα είχαν προηγηθεί και φαντάζει ως ξένο σώμα. Δεν είναι η ιδέα που είναι λάθος, ίσα-ίσα, είναι όμως η εκτέλεση. Όταν τη δείτε, θα καταλάβετε πόσο εξαιρετική θα ήταν η σκηνή της ανθρωποθυσίας και του κανιβαλισμού αν δεν είχε πνιγεί μέσα σε όλη αυτή τη φλυαρία. Ήταν τελικά πολλά τα καρπούζια ή πιο απλά ο Αρονόφσκυ, ποιητής και πλάστης, έπαιζε με τα καινούργια του παιχνίδια σαν μικρό, ενθουσιασμένο παιδί. 

Επ ουδενί δεν θα συμφωνήσω ποτέ με όσους τη θεωρούν κακή ταινία. Το ακριβώς αντίθετο, μάλιστα, είναι ενδιαφέρουσα και με καρύδια. Ούτε, όμως, θα ταυτιστώ και με όσους τη θεωρούν κορυφαίο αριστούργημα της 7ης Τέχνης. Είναι άνιση και -θα το ξαναπώ- φλύαρη. Μπορώ να αντιληφθώ τον άκρατο ενθουσιασμό ορισμένων για τις ιδέες και την τόλμη της, όμως δεν έχουμε να κάνουμε με φιλοσοφικό δοκίμιο, αλλά με ταινία. Και η ταινία έχει σαφέστατα τα θεματάκια της. (7/10)

Κλείνοντας, και ως υστερόγραφο, στην Ελλάδα πρέπει να δούμε εξ αρχής το θέμα του διαλείμματος σε ορισμένες ταινίες. Ειδικά στη Μητέρα, μολονότι έχει επιλεγεί ένα σωστό σημείο για το διάλειμμα, η διακοπή στη ροή της και η καταχώρηση στο μυαλό μας των δύο πράξεων εντείνει ακόμα περισσότερο το κενό που υπάρχει στα δύο αφηγηματικά μέρη του φιλμ, κάνοντάς τα φαντάζουν ως δύο ξεχωριστές ταινίες μεταξύ τους, όπως τις θεώρησε πολύ σωστά και στην κριτική του και ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης. Επίσης, λίγη περισσότερη προσοχή στα Ελληνικά των υποτίτλων, δεν θα έβλαπτε.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θέατρο - Ρουά ματ (2024)

Fourmi (2019)

Θέατρο - The Big Game (2024)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Θέατρο - Έρωτας-Κόκκινο Φιλί -Κεφάλαιο ΙΙΙ (2024)