Blade Runner 2049 (2017) (3D)


Ταινία επιστημονικής φαντασίας της Columbia, σε σκηνοθεσία Ντενί Βιλνέβ, με τους Ράυαν Γκόσλινγκ, Χάρισον Φορντ, Ρόμπιν Ράιτ, Άνα ντε Άρμας, Σύλβια Χεκς, Τζάρεντ Λήτο. 

Το 2049 ο Όμιλος Ταϋρέλ, που είχε κατασκευάσει τις πρώτες ρεπλίκες, έχει καταρρεύσει ύστερα από τα "ελαττώματα" των παλιών μοντέλων που είχαν προκαλέσει και την εξέγερσή τους, όπως είχαμε δει και στην αρχική ταινία. Αγορασμένη πλέον από τον Όμιλο Γουάλλας, η νέα εταιρεία με παρουσία παντού στο κατοικημένο πλανητικό σύστημα είναι υπεύθυνη για τις καινούργιες ρεπλίκες, ένα εξελιγμένο μοντέλο του οποίου η γενετική κατασκευή εγγυάται πως δεν θα εξεγερθούν ποτέ εναντίον των ανθρώπων, ενώ προς αποφυγή οποιασδήποτε συναισθηματικής εμπλοκής δεν τους δίνονται καν ονόματα παρά μόνο σειριακοί αριθμοί. Ο "Κ" (σύντμηση του σειριακού του αριθμού) είναι μια νέα ρεπλίκα, Blade Runner μπάτσος στο επάγγελμα, που ευθύνη του έχει να "αποσύρει" όσα παλιά μοντέλα Νέξους 8 κυκλοφορούν ακόμα ελύθερα. Μόνο που κατά τη διάρκεια μιας καθ' όλα επιτυχημένης αποστολής, ο "Κ" εντοπίζει τα λείψανα μιας γυναίκας, που όπως αποδεικνύεται είχε πεθάνει πριν πολλά χρόνια στον τοκετό. Το γεγονός δεν θα κινούσε κανενός το ενδιαφέρον αν ο ίδιος δεν εντόπιζε χαραγμένο επάνω στα οστά έναν σειριακό αριθμό. Η νεκρή γυναίκα που είχε πεθάνει επάνω στη γέννα ήταν ρεπλίκα. 

Μόνο μια λέξη μπορεί να περιγράψει αυτήν την ταινία: Σεβασμός. Σεβασμός ΠΡΟΣ τον σκηνοθέτη Ντενί Βιλνέβ για μια δουλειά που αγγίζει τα όρια της τελειότητας (μάλιστα, μόλις έναν χρόνο μετά το εξίσου απαιτητικό "Arrival") . Σεβασμός ΑΠΟ τον σκηνοθέτη στο πρωτότυπο υλικό όπου βάσισε την ταινία του. Είναι σπάνιο φαινόμενο ένας δημιουργός να σκύβει με τόση φροντίδα, αγάπη και -θα το ξαναπώ- σεβασμό επάνω στην ταινία της οποίας καλείται να γυρίσει τη συνέχεια. Πόσω δε μάλλω, όταν η αρχική ταινία ανήκει πλέον στη σφαίρα του cult και θεωρείται από πολλούς ανέγγιχτη, ακόμα και ιερή. Ο Βιλνέβ, όμως, με το Blade Runner 2049 παραδίδει μαθήματα όχι μόνο σκηνοθεσίας, αλλά και πώς γυρίζουμε το sequel μιας ταινίας, ειδικά όταν αυτή αγγίζει τα όρια του θρύλου. Παίρνει την πρωτότυπη ταινία, την κάνει fast forward 30 χρόνια (όσα περίπου χωρίζουν και στην πραγματικότητα τα δύο φιλμ), μένει πιστός στο σύμπαν της, το ανανεώνει όσο απαιτείται χωρίς να το κάνει αγνώριστο, στήνει μια άκρως ενδιαφέρουσα νέα ταινία και την ίδια στιγμή, εκεί ακριβώς που χρειάζεται, βάζει μέσα την παλιά, επιτυγχάνοντας τόσο τη συναισθηματική φόρτιση όσο και την ολοκλήρωση του κύκλου.

Το σενάριο του "2049" χτίζει την ιστορία καρέ-καρέ, κουβέντα την κουβέντα, παίρνει τον χρόνο του (εξ ου και τα 166 λεπτά της διάρκειας που όμως κυλάνε νεράκι), συστήνει τους πρωταγωνιστές του, πλάθει χαρακτήρες, και οδηγεί σταδιακά σε μια οργιώδη κλιμάκωση δράσης, εικόνων, δράματος και συναισθημάτων. Στη θέση του Ρίντλεϋ Σκοτ, πραγματικά θα ζήλευα βλέποντας αυτήν εδώ την ταινία, καθώς ουσιαστικά είναι το Blade Runner όπως θα έπρεπε να είναι. Εδώ τίποτα δεν υπονοείται, τα πάντα κατατίθενται επί της οθόνης. το σύμπαν της εμπλουτίζει αυτό που μας είχε συστηθεί το 1982 και ο εφιάλτης (διότι περί εφιάλτη πρόκειται) αποκτά σάρκα και οστά -έστω και γενετικά κατασκευασμένα. 

Και μαζί με την ιστορία που μοιράζει υποδειγματικά της διαλογικές σκηνές με τη δράση, μαζί με τον υπέροχα κατασκευασμένο σκηνικό διάκοσμο που πολύ απλά κόβει την ανάσα, μαζί με τους επιλεγμένους έναν προς ένα ηθοποιούς, περνάνε τόσες ιδέες, τόσες αναρωτήσεις, τόσοι προβληματισμοί... Για τη ψυχή και την προέλευσή της, για τη σχέση δημιουργού και δημιουργήματος, για τη συμπεριφορά των ανθρώπων όταν γίνονται θεοί, για τον σαρκικό έρωτα έναντι του άυλου, για την παγκόσμια φτώχεια, για τους μετανάστες... Όλα είναι εδώ αλλά τίποτα δεν βροντοφωνάζει, τίποτα δεν ξεπετιέται για να σου αποσπάσει την προσοχή από αυτήν την υπέροχη ιστορία. Είναι ένα σύμπαν όπου όλα συμβιώνουν αρμονικά, όλα υπάρχουν και όλα είναι στη διάθεσή σου να τα ανακαλύψεις και να τα διαχειριστείς, όπως ακριβώς και στην αληθινή ζωή. Κι αυτή είναι η τεράστια μαγκιά της ταινίας. Αυτή και ο Ράυαν Γκόσλινγκ!

Ίσως δεν είμαι αρμόδιος να κρίνω πόσο καλός ή όχι ηθοποιός είναι. Αυτό που όμως διαπιστώνω σε κάθε του ταινία -καλή, κακή, μέτρια- είναι ότι την παίρνει όλη επάνω του. Κι όσο κι αν κάποιοι πουν πως ενδεχομένως παραμένει ίδιος στους περισσότερους ρόλους του, σε κάθε του ταινία γίνεται ο ήρωάς της. Γίνεται η καρδιά της, το σύμπαν της, το σημείο αναφοράς της. Μάλλον αυτό τον καθιστά εξαιρετικό ηθοποιό, τελικά. Εδώ, ειδικά, έχει έναν ρόλο-σωστό αγγούρι: είναι ρεπλίκα, προγραμματισμένη να μην αντιδρά και να μην αρνείται διαταγές. Ψυχρός εκτελεστής εντολών (και άλλων πεπερασμένων ομοίων του) που δεν χαίρει κανενός σεβασμού από κανέναν (οι ρεπλίκες τον αντιπαθούν γιατί σκοτώνει το είδος του και οι άνθρωποι τον αντιμετωπίζουν ρατσιστικά), μεταμορφώνεται σε virtual "οικογενειάρχη" με την εικονική σύντροφό του στο σπίτι, τη Joi, ένα πρόγραμμα εικονικής συντρόφου-ολογράμματος. Χαμογελά, αισθάνεται, μοιράζεται, αλλά με μια απλοϊκότητα συνυφασμένη με το τεχνικό μέρος της δημιουργίας του. Όμως, όταν τα γεγονότα εξελίσσονται, όταν ο ίδιος κληθεί να λάβει αυτόνομα αποφάσεις, όταν ονειρεύεται, η ερμηνεία του μετουσιώνεται, χωρίς όμως να αλλάξει τίποτα στην έκφρασή του. Μόνο στα μάτια του μπορείς να δεις την αλλαγή και την ενσυνείδηση. Η ταινία δεν θα ήταν ίδια χωρίς αυτόν.

Μαζί του, ο Χάρισον Φορντ παραδίδει εξίσου μαθήματα υποκριτικής, στο κεφάλαιο "πώς παίζουμε τον ίδιο ρόλο 30 χρόνια μετά", ανεβάζοντας τον συναισθηματικό πήχυ της ταινίας, ο Τζάρνετ Λήτο προσθέτει έναν ακόμα ψυχασθενή ρόλο στο βιογραφικό του, ενώ η Σύλβια Χεκς, στον ρόλο της ρεπλίκας-διώκτριας Luv (τι ειρωνικό όνομα) είναι από τις πιο εφιαλτικές γυναίκες κακές του σινεμά.

Ο κόσμος που δημιουργούν τα σκηνικά του Ντένις Γκάσνερ εντυπωσιάζει με τις λεπτομέρειες και το δυστοπικό περιβάλλον του (η σκηνή στο καζίνο του Λας Βέγκας είναι ανθολογίας), ενώ παρέα με τις υπέροχες εικόνες έρχεται και η μουσική του Μπέντζαμιν Γουώλφις και του Χανς Ζίμμερ που απογειώνει το φιλμ. Μακριά από κάθε διάθεση μελωδικής υπόκρουσης, οι νότες μοιάζουν με κραυγές, τόσο απόγνωσης όσο και γέννας, φόβου όσο και επιθανάτιας οδύνης. Και αρκείται μόνο σε κάποιες σκηνές να αγγίξει νότες από το soundtrack του Βαγγέλη Παπαθανασίου, ως έντιμος φόρος τιμής σε μια μεγάλη στιγμή της κινηματογραφικής ιστορίας. Ποίημα! (9/10)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θέατρο - Ρουά ματ (2024)

Fourmi (2019)

Θέατρο - The Big Game (2024)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Θέατρο - Έρωτας-Κόκκινο Φιλί -Κεφάλαιο ΙΙΙ (2024)