Το τελευταίο σημείωμα (2017)


Δραματική ταινία της Black Orange, σε σκηνοθεσία Παντελή Βούλγαρη, με τους Ανδρέα Κωνσταντίνου, Αντρέ Χέννικε, Μέλια Κρέιλινγκ, Τάσο Δήμα, Αινεία Τσαμάτη, Βασίλη Κουκαλάνι, Λουκά Κυριαζή, Μανώλη Ψαρουδάκη. 

Απρίλιος 1944. Ο Ναπολέων Σουκατζίδης είναι ένας από τους κρατούμενους των Γερμανών στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, ο οποίος εκτελεί και χρέη διερμηνέα του διοικητή, Καρλ Φίσερ. Ήδη φυλακισμένος και εξόριστος από το καθεστώς Μεταξά ως κομμουνιστής, ο Ναπολέοντας συμπληρώνει 8 χρόνια έγκλειστος, προσπαθώντας όχι απλά να παραμείνει ζωντανός αλλά και να διατηρήσει τα ύστατα ψήγματα ανθρώπινης αξιοπρέπειας που του απομένουν, συνυπάρχοντας μάλιστα με αυτόν τον γερμανό αξιωματικό, με τον οποίο μοιράζονται μια σχέση σεβασμού και μίσους. Ο Ναπολέων Σουκατζίδης ήταν ένας από τους 200 κομμουνιστές κρατούμενους που εκτελέσθηκαν στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, την 1η Μαΐου 1944. Και τούτη εδώ είναι η ιστορία των τελευταίων ημερών της ζωής του.

Δεν σας κρύβω πως όταν είχε ανακοινωθεί το θέμα της καινούργιας ταινίας του Παντελή Βούλγαρη, ένα "ωχ" το ξεστόμισα. Ελληνικός κινηματογράφος και Ιστορία δεν τα πήγαν ποτέ καλά μέσα στα χρόνια, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Από τα κλασσικά εικονογραφημένα της Επανάστασης του '21 του Τζέημς Πάρις και το Έπος του '40 δια χειρός της Finos Film ή της Καραγιάννης/Καρατζόπουλος, μέχρι τα εμμονικά και ιδεοληπτικά ατοπήματα του σύγχρονου ελληνικού σινεμά, καλή ταινία δεν είχε βγει. Είτε αφελή πατριδογραφήματα θα βλέπαμε ή ταινίες σοσιαλιστικής καθοδήγησης βγαλμένες λες από τα γραφεία του Περισσού. Αφήστε δε που και το "Ψυχή βαθιά" του ίδιου του Παντελή Βούλγαρη δεν με είχε ρίξει και ανάσκελα. 

Βγαίνοντας από την αίθουσα (ή για την ακρίβεια, μένοντας ακόμα μέσα, κολλημένος στην πολυθρόνα μου, απέναντι από τη λευκή οθόνη, κάμποσο μετά τους τίτλους τέλους, χωρίς διάθεση να σηκωθώ), ξεστόμισα ένα άλλο "ωχ". Μόνο που αυτό ήταν "ωχ" ανακούφισης και λύτρωσης. Λυτρώνει αυτή η ταινία. Σε κάνει καλύτερο άνθρωπο. Με κάθε σου δάκρυ (και είναι πολλά) φεύγει ένα βάρος από πάνω σου, σαν να καθαρίζεις από τη βρωμιά ολόκληρων χρόνων, σαν να ξεπλένεσαι από μουτζούρες που σού'χουν κάνει άλλοι (ενδεχομένως και με τη θέλησή σου). Κι όταν τελειώνει, θέλεις απλά να μείνεις εκεί, στην πολυθρόνα σου, απέναντι από τη λευκή οθόνη, σαν να φοβάσαι ότι αν φύγεις θα χάσεις τη μέθεξη που βίωσες μέσα στη σκοτεινή σάλα. Σαν αυτή η μαγεία να ζει μόνο εκεί μέσα κι εκεί έξω να καραδοκεί κάτι άλλο, ζοφερό. Θες να μείνεις εκεί. σ' αυτόν εκεί τον κόσμο, με εκείνους τους ανθρώπους, να αντικρίζεις εκείνα τα βλέμματα, να ανασαίνεις τον ίδιο αέρα με εκείνους, να ακούς τις δικές του φωνές. Θες να μείνεις εκεί για λίγο ακόμα και να το κρατήσεις όλο αυτό, γιατί φοβάσαι πως αν βγεις έξω, στον κόσμο, θα το χάσεις. Και θα τους ξεχάσεις.

Είναι ύπουλη ταινία το "Τελευταίο σημείωμα". Το πρώτο της μισό σχεδόν το παρακολουθείς με ενδιαφέρον, εντυπωσιάζεσαι από την άρτια παραγωγή (εξαιρετική μνεία στον ήχο με την άριστα δουλεμένη πολυκάναλη μίξη που δίνει βάθος στη δράση), τη φυσική αναπαράσταση της εποχής με σκηνικά και κουστούμια υψηλού επιπέδου, τη σοβαρότητα της σκηνοθεσίας, τις στιβαρές ερμηνείες του συνόλου των ηθοποιών, αλλά στέκεις απλός παρατηρητής. Έργο συνόλου καθώς είναι, με πλήθος προσώπων, μοιάζει με καλοδουλεμένη μεν, αλλά αποστασιοποιημένη εξιστόρηση γεγονότων, χωρίς μάλιστα κεντρικό ήρωα. Ναι, έχουν ήδη προηγηθεί οι πρώτες σκηνές μεταξύ του διερμηνέα Ναπολέοντα Σουκατζίδη (Ανδρέας Κωνσταντίνου) με τον διοικητή Καρλ Φίσερ (Αντρέ Χέννικε), αλλά χάνονται μέσα σε έναν διαρκή πλούτο πληροφόρησης και ανθρώπων, παρά τις εμφανώς ξεχωριστές ερμηνείες και των δύο. Έχεις φτάσει στο διάλειμμα κι ακόμα στέκεις ψύχραιμος κι ίσως να σκέφτεσαι πως το σενάριο να ήθελε λίγη δουλειά ακόμα για να δέσει όλα αυτά τα πρόσωπα και να τα μετουσιώσει σε χαρακτήρες. Να το πω πιο απλά, μέχρι εκεί μένεις με την εντύπωση πως βλέπεις μια καλή ταινία (ειδικά για τα ελληνικά δεδομένα), αλλά τίποτα περισσότερο. Ίσως κιόλας, αν δεν κρατούσαμε άλλα μέτρα και άλλα σταθμά για τις "δικές μας" ταινίες και επρόκειτο για παραγωγή άλλης χώρας, να λέγαμε "εντάξει, καλό, αλλά προς το παρόν τό'χουμε ξαναδεί όλο αυτό". 

Όμως, το ξαναλέω, είναι ύπουλη ταινία το "Τελευταίο σημείωμα". Δουλεύει υπόγεια, χωρίς να το αντιλαμβάνεσαι. Όλα αυτά τα πρόσωπα που περνάνε και χάνονται φευγαλέα από την οθόνη αποδεικνύονται τελικά πως είναι ζωντανοί άνθρωποι, τους οποίους συγκρατείς μέσα σου. Και τους θυμάσαι, όσο σύντομη κι αν ήταν η εμφάνισή τους. Κι όσο η ταινία πηγαίνει προς το σπαρακτικό φινάλε της, τους έχεις γνωρίσει βαθιά όλους. Και τους νοιάζεσαι. Και τους πονάς. Εν τω μεταξύ, οι μεγάλοι πρωταγωνιστές αναδεικνύονται, οι μεγάλες σκηνές αποκαλύπτονται, οι β' ρόλοι ξεπετάγονται και το συναίσθημα αρχίζει να γεμίζει τα καρέ με έναν τρόπο φυσικό, χωρίς μεγάλες κουβέντες, χωρίς σηκωμένα δάχτυλα, χωρίς καμία πρόθεση διδαχής και κατήχησης. Και η ιστορία πάει και κουμπώνει επάνω στα δύο βασικά της πρόσωπα, τον Ναπολέοντα και τον Καρλ, δύο ανθρώπους που έστεκαν σε αντίπερα όχθη και που ίσως, δεδομένων κάποιων άλλων συνθηκών, να ήταν οι πιο κοντινοί άνθρωποι που θα μπορούσαν να υπάρξουν. Ολοκληρωμένοι χαρακτήρες και ταυτόχρονα σύμβολα μιας συλλογικής μνήμης, ο Ανδρέας Κωνσταντίνου και ο Αντρέ Χέννικε μάς χαρίζουν κάποιες από τις από αξιομνημόνευτες σκηνές του σινεμά. Ο γερμανός πρωταηωνιστής στον ρόλο του γερμανού διοικητή πλέει σε οικεία νερά, χάρη στη γλώσσα που μιλάει, και στέκει απειλητικός, εκδικητικός και συνάμα τόσο εύθραυστος που νομίζεις ότι χρειάζεται ένα αεράκι για να θρυμματιστεί. Μακριά από κάθε κλισέ γκεσταπίτη, ο Χέννικε αντιλαμβάνεται βαθύτατα τον ρόλο του, την πόζα του, τον τόνο της φωνής του και δεν τα προδίδει ποτέ. Ακόμα κι όταν προσπαθεί (με ξεφτιλισμένο τρόπο) να σώσει τον Ναπολέοντα -και μάλιστα δυο φορές. Ακόμα κι όταν παραδέχεται πως ο μοναδικός λόγος που ανέχεται την ατίθαση συμπεριφορά αυτού του περήφανου Κρητικού από τον Πόντο είναι πως τα μάτια του του θυμίζουν έναν αγαπημένο του φίλο, τον Βολφ. Κι είναι το φάντασμα αυτού του άντρα που δεν βλέπουμε ποτέ που στέκει διαρκώς ανάμεσά τους και τους ενώνει. "Μην με κοιτάζεις μ'αυτά τα μαύρα σκυλίσια μάτια σου", ουρλιάζει όταν τον χτυπάει με το ραβδί. 

Απέναντί του, ο Ανδρέας Κωνσταντίνου, που σε μια άλλη χώρα, μετά από την ερμηνεία του σε αυτήν εδώ την ταινία δεν θα προλάβαινε να διαβάζει σενάρια. Είναι δύναμη της φύσης, κάτι που μοιάζει με αστείο αν αναλογιστεί κανείς την ταλαιπώρια που είχε υποστεί όλα αυτά τα χρόνια, υποσιτισμένος, φυλακισμένος και μακριά από όσους αγαπά. Ένα ηφαίστειο που βράζει σε ένα μικρόσωμο κορμί, με βλέμμα που διαπερνά την οθόνη και σε στοιχειώνει και φωνή στακάτη, καθαρή, με ψυχή που αρθρώνει τις λέξεις και μοιάζουν με σφαίρες ώρες-ώρες οι φθόγγοι του. Ειδικά όταν μιλά γερμανικά. Και παράλληλα, να βρίσκουν μια γλυκιά δύναμη και τρυφερότητα, αυτή η ίδια φωνή, αυτό το ίδιο βλέμμα, όταν μιλά με τη Χαρούλα "του", όταν τη λέει με το όνομά της ή όταν της γράφει το τελευταίο σημείωμα.

Κι όλα αυτά έχουν χτιστεί μέσα σου, και δεν το έχεις καταλάβει. Και γίνονται ποτάμι έτοιμο να ξεχειλίσει και πάλι δεν το έχεις καταλάβει. Μόνο που κάποια στιγμή αρχίζει να γίνεται άβολη η πολυθρόνα σου και νιώθεις ότι ελοχεύει κίνδυνος. Κι έρχεται αυτή η ρουφιάνα η σκηνή που ο Ναπολέοντας ανακοινώνει από τα μεγάφωνα τα 200 ονόματα εκείνων που θα μετακινούνταν αλλού λόγω μικρής χωρητικότητας του στρατοπέδου. Κι ύστερα έρχεται η σκηνή που τον αγκαλιάζει ένας άλλος κρατούμενος, ο Χρήστος (πάρα πολύ καλός ο Αινείας Τσαμάτης, με μικρό ρόλο που σου μένει). Κι είναι κι εκείνη η σκηνή του χορού, αυτό το ξέφρενο, μακάβριο γλέντι, λες και ξύπνησαν οι πρόγονοι και χόρευαν στα μυστήρια τα Διονυσιακά. Λες και γιόρταζαν όλοι μαζί τον ερχομό του Χάρου, σαν φίλου από μακριά που θα τους έφερνε τη σωτηρία. Μέσα στα σκοτάδια, με τους φανούς από τους προβολείς του στρατοπέδου να στήνουν ένα επιθανάτιο υπερθέαμα. Λίγο πριν την αυγή. 

Μαγκιά λοιπόν μεγάλη στο σενάριο του Παντελή Βούλγαρη και της Ιωάννας Καρυστιάνη. Μαγκιά επειδή είναι καλό σινεμά. Λέει την ιστορία του, στήνει έντεχνα τους χαρακτήρες του (ακόμα και τους περαστικούς), σχολιάζει ιστορικά γεγονότα, παίρνει θέση, αλλά πάνω από όλα είναι σινεμά. Ένα σινεμά για έναν κόσμο που είναι έτοιμος να γκρεμιστεί, πνιγμένος στην υγρασία και τη σκουριά των τοίχων του στρατοπέδου, πνιγμένος και στις καφετί, μελαγχολικές αποχρώσεις της φωτογραφίας του Σίμου Σαρκετζή, που στριμώχνει όταν χρειάζεται την κάμερα στο βλέμμα των ηθοποιών λες και ψάχνει να φωτίσει το μέσα τους, την ψυχή τους -φωτογραφία που συντελεί και στην πνιγηρή ατμόσφαιρα του εγκλεισμού. Λειτουργική και η μουσική του The Boy (Αλέξανδρος Βούλγαρης) που άλλες φορές μοιάζει μα ήρεμο καρδιοχτύπι κι άλλες απογειώνεται σε μελωδίες με συμφωνική διάθεση, σαν δειλό κρεσέντο όπερας. Αν κάτσει να την ψειρίσει κανείς την ταινία, θα βρει και κάποια προβληματάκια. Η επίθεση των ανταρτών στους Γερμανούς στους Μολάους, ας πούμε, δεν είναι ξεκάθαρη, όπως απεικονίζεται, όπως δεν είναι ξεκάθαρη και η έναρξη των αντιποίνων από πλευράς Γερμανών -είναι αδούλευτη σκηνή. Ανεκμετάλλευτο μένει επίσης το συνονθύλευμα των γυναικών που ήταν φυλακισμένες στο στρατόπεδο, παρά την εξαιρετική σκηνή που ακούγονται σαν χορός αρχαίας τραγωδίας που θρηνεί. Έχει κι ένα τυπογραφικό λάθος η ταινία, σε έναν τίτλο που δηλώνει τόπο και χρόνο δράσης της σκηνής (27 Απρίλης 1944, λέει). Ναι, δεν είναι όλα τέλεια, προφανώς, όμως μπροστά στο σύνολο οι όποιες αδυναμίες ωχριούν.

Στο συναίσθημα δουλεύει η ταινία. Και πολύ καλά κάνει. Κι αφήστε τους επικριτές της να λένε αηδίες για διαστρέβλωση της ιστορίας και απόκρυψη πληροφοριών. Τίποτα απολύτως από αυτά δεν ισχύει. Κομμουνιστές ήταν όλοι οι κρατούμενοι που εκτελέστηκαν. Το ξέρουμε. Το λέει η ταινία. Το λένε οι ήρωες. Το καταλάβαμε. Και γι' αυτό επελέγησαν αυτοί να εκτελεστούν ως αντίποινα για τον θάνατο 4 Γερμανών στους Μολάους. Αν έπρεπε να κρατάνε κόκκινη σημαία και να τραγουδάνε ύμνους για να αποκτήσει πολιτική υπόσταση η ταινία, σύμφωνα με την αντίληψη μερικών, τότε να απευθυνθούν για ιστορικό ντοκυμανταίρ καθοδήγησης στον 902. Α, σταθείτε, έχει κλείσει, και τη συχνότητα την πούλησαν στο κανάλι που πουλάει υαλουρονικά ο Φουρθιώτης. 

Το "Τελευταίο Σημείωμα" είναι μια από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες των τελευταίων χρόνων, μια από τις καλύτερες της σαιζόν και μια από τις καλύτερες που έχουμε δει πρόσφατα στο σινεμά. Κι επειδή, αναμφισβήτητα θα μείνει κλασσική, θα τελεί και αιώνιο μνημείο όλων αυτών των 200 ψυχών."Άραγε, θα μας ξεχάσουν;" αναρωτιέται ένας κρατούμενος, φευγαλέα. Χάρη στον Παντελή Βούλγαρη, όχι!


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θέατρο - Ρουά ματ (2024)

Fourmi (2019)

Θέατρο - The Big Game (2024)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Θέατρο - Έρωτας-Κόκκινο Φιλί -Κεφάλαιο ΙΙΙ (2024)