D'Ardennen (2015)


Ελληνικός τίτλος: Αρδέννες

Δραματική περιπέτεια της Savage, σε σκηνοθεσία Ρόμπιν Προντ, με τους Κέβιν Γιάνσενς, Γερόεν Πέρσεβαλ, Βέερλε Μπαίτενς, Γιαν Μπίγβετ. 

4 χρόνια μετά τη φυλάκισή του, ο Κέννεθ επιστρέφει στο σπίτι του, όπου συναντά τον αδελφό του, τον Ντέηβ, με τον οποίο δείχνουν πολύ συνδεδεμένοι. Μόνο που ο Κέννεθ δεν γνωρίζει πως ο Ντέηβ είναι πλέον ζευγάρι με την παλιά του κοπέλα, τη Συλβί. Οι πρώτες ημέρες ξεκινούν ήρεμα, ο Κέννεθ πιάνει δουλειά στο πλυντήριο αυτοκινήτων όπου δουλεύει και ο αδελφός του, με τα πάντα να δείχνουν πως είναι αποφασισμένος να αφήσει τα πάντα πίσω του και να ξεκινήσει από την αρχή. Η βία μέσα του, όμως, δεν αργεί να ξυπνήσει και να συμπαρασύρει τα πάντα. 

Ακόμα μια ευχάριστη έκπληξη από το φλαμανδόφωνο βελγικό κινηματογράφο, ο οποίος όσο περνούν τα χρόνια διαφοροποιείται εντελώς από το σινεμά των γαλλόφωνων βέλγων σκηνοθετών. Πόσο καθρέφτης είναι, τελικά, το σινεμά της ίδιας της κοινωνίας, ε; Όσο το γαλλόφωνο βελγικό σινεμά μοιάζει να ακολουθεί τα χνάρια και το ύφος των γαλλικών ταινιών, οι φλαμανδόφωνοι σκηνοθέτες δείχνουν να ακολουθούν άλλα μονοπάτια, με ταινίες πιο ρεαλιστικές, πιο σκοτεινές και πιο βίαιες αρκετές φορές. Ταυτόχρονα, σε μια χώρα που ψάχνει να βρει χρόνια ολόκληρα την εθνική της ταυτότητα, το σινεμά της δείχνει στα μάτια πολλών εξίσου μετέωρο, χωρίς δική του υπογραφή, οπότε δεν είναι λίγοι αυτοί που σε κάθε ταινία του αναζητούν να του κολλήσουν ταμπέλες και αναφορές. Μην απορήσετε λοιπόν, αν για τις "Αρδέννες" διαβάσετε σχόλια του τύπου "στο ύφος των αδελφών Νταρντέν", "μια ταινία σαν του Ταραντίνο" ή "στα χνάρια των γκανγκστερικών ταινιών του Σκορτσέζε" και άλλα τέτοια ευφάνταστα. Μακριά από εμένα αυτά. Ομολογώ, πάντως, πως βρήκα ευφυέστατο το λογοπαίγνιο στην κριτική του βρετανικού "Empire": Αν δεν περιμένετε τους Νταρντέν, οι Αρδέννες (Αρντέν, στα Αγγλικά) δεν θα σας απογοητεύσουν. Κι είναι αυτό ακριβώς: αυτή η λύσσα για ταυτότητες και σημεία αναφοράς στα μυαλά πολλών έχει ταυτίσει το βελγικό σινεμά με τους Νταρντέν, άρα ό,τι βλέπουμε από τον κινηματογράφο αυτής της χώρας θα πρέπει να "νταρντενίζει". Λοιπόν, όχι. Το λήξαμε αυτό να πάμε παρακάτω;

Οι "Αρδέννες" είναι η πρώτη ταινία του σκηνοθέτη Ρόμπιν Προντ, ενός ταλαντούχου -κατά πως φαίνεται- τριαντάρη σκηνοθέτη, ο οποίος συνυπογράφει και το σενάριο μαζί με έναν από τους πρωταγωνιστές του, του Γερόεν Πέρσεβαλ, του "καλού" αδελφού, ο οποίος μάλιστα είχε γράψει και το θεατρικό όπου και βασίστηκε η ταινία. Απλή και ξεκάθαρη ιστορία, χωρίς δηθενιές και μοντερνιές, αφηγείται δύο σύγχρονους Κάιν και Άβελ και το μεταξύ τους μήλο της έριδος, τη Συλβί. Δυο αδέλφια που σε μια άλλη ζωή θα μπορούσαν να ζουν ευτυχισμένοι και αγαπημένοι, αν η βίαιη συμπεριφορά του ενός δεν είχε καταστρέψει τα πάντα. Είναι σε μια σκηνή, στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι (με τις τηγανητές πατάτες κυρίαρχο πιάτο, ω! πόσο Βέλγοι), που τα δύο αδέλφια αναζητούν φευγαλέα έναν τέτοιο επίγειο παράδεισο, αναπολώντας τα παιδικά τους χρόνια στις Αρδέννες. Και τι ειρωνεία, αυτός ο τόπος που μόνο ευτυχισμένες μνήμες κουβαλάει στα μυαλά και των δύο να γίνεται τόπος ανείπωτης βίας και να ανοίγει μία και καλή την πόρτα για την κόλαση, τελικά. 

Έχει μια πολύ καλά δομημένη κλιμάκωση η ταινία, που ξεκινάει σταδιακά ως κοινωνικό δράμα (παρά την εναρκτήρια ολιγόλεπτη σεκάνς που δείχνει πως κάτι σκοτεινό έχει συμβεί), για να εξελιχθεί σταδιακά σε θρίλερ αγωνίας και ψυχρής βίας. Παρά τις κάποιες ασάφειες ως προς το παρελθόν των ηρώων, το στίγμα τους είναι σαφές, όπως σαφέστατα τίθεται και το κοινωνικό πλαίσιο του φιλμ, που δεν είναι άλλο από το ίδιο το Βέλγιο. Μουσκεμένο από τη βροχή, διαρκώς γκρίζο και άχρωμο από τη συννεφιά, ψυχρό και απόμακρο (τουλάχιστον όπως το βλέπουν οι φλαμανδόφωνοι σκηνοθέτες, γιατί πολλάκις οι γαλλόφωνοι το αποδίδουν ως προάστιο των Παρισίων). Αυτή η ψύχρα και η παγωνιά, λοιπόν, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για αγάπες και λουλούδια, και κάθε τι όμορφο είναι καταδικασμένο να μαραθεί, μακριά από το φως του ήλιου. Προσέξτε, όμως, η μαγκιά του φιλμ είναι ότι τηρεί άριστα τις ισορροπίες, αφού κανείς δεν είναι ολοκληρωτικά αθώος ούτε άμοιρος ευθυνών. Η σινεμασκόπ παγερή φωτογραφία του Ρόμπρεχτ Χέυβερτ αποδίδει στο έπακρο τις παγωμένες ψυχές των ανθρώπων της ταινίας, την ίδια στιγμή που η μουσική του Χέντρικ Βίλλεμυνς αλλά και τα εκκωφαντικής έντασης ώρες-ώρες τέκνο τραγούδια ανεβάζουν την αδρεναλίνη και την παράνοια. Πολύ καλοί οι τρεις πρωταγωνιστές, με τον Κέβιν Γιάνσενς να ξεχωρίζει στον ρόλο του αποφυλακισμένου αδελφού, με μια κοψιά ανάμεσα στον Γιούαν ΜακΓκρέγκορ και τον Κόλιν Φάρελ και μια παρουσία διαρκώς απειλητική, σαν ηφαίστειο που βράζει. Τα τελευταία λεπτά της ταινίας είναι συνταρακτικά.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θέατρο - Ρουά ματ (2024)

Fourmi (2019)

Θέατρο - The Big Game (2024)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Θέατρο - Έρωτας-Κόκκινο Φιλί -Κεφάλαιο ΙΙΙ (2024)