Lillian (2019)


Ελληνικός τίτλος: Λίλιαν

Δραματική ταινία σε σκηνοθεσία Αντρέας Χόρβαθ με την Πατρίσια Πλάνικ να επαναδιατυπώνει στην οθόνη τον χαρακτήρα της Λίλιαν Άλινγκ της οποίας το ταξίδι από τη Νέα Υόρκη στην Αλάσκα από τον χειμώνα του 1926 έως την άνοιξη του 1927 έχει αφήσει ιστορία.

Ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά για την αληθινή Λίλιαν. Κατά πάσα πιθανότητα είχε έρθει με τους εμιγκρέδες από τη Ρωσία, δεν μιλούσε γρι Αγγλικά και δεν είχε επάνω της δεκάρα τσακιστή. Αυτό το επικό ταξίδι που ακούγεται σαν φολκλόρ μύθος ενέπνευσε μέσα στα χρόνια βιβλία, μία όπερα και σήμερα τον ντοκυμαντερίστα σκηνοθέτη Αντρέας Χόρβαθ να αφηγηθεί το έπος υπό ένα άλλο πρίσμα. Διότι περί έπους πρόκειται, μπροστά και πίσω από την οθόνη. Η Λίλιαν του Χόρβαθ ζει στο σήμερα, στο 2016 συγκεκριμένα, είναι Ρωσίδα που ψάχνει να βρει δουλειά και έχει καταλήξει σε εταιρεία ταινιών πορνό, όπου όμως δεν την προσλαμβάνουν. Από τη μία μοιάζει πιο πολύ με μοντέλο παρά με πορνοστάρ, από την άλλη δεν μιλάει ούτε λέξη Αγγλικά ενώ έχει λήξει και το διαβατήριό της, κάτι που ο υπεύθυνος της εταιρείας θεωρεί το πιο σημαντικό από όλα, καθώς δεν θέλει να κάνει παράνομες προσλήψεις. Η τραγική ειρωνεία όλου αυτού είναι πως η συζήτηση περί νομιμότητας (ο μονόλογος, καλύτερα, αφού η Λίλιαν δεν λέει παρά ένα "όχι") λαμβάνει χώρα μπροστά στα μόνιτορ του μοντάζ όπου παίζει μια ακραία ταινία πορνό. 

Έτσι, η Λίλιαν φεύγει και αποφασίζει να ακολουθήσει την παραίνεση του παραγωγού και να επιστρέψει στη Ρωσία. Δεν έχει δεκάρα, δεν μπορεί να συνεννοηθεί, είναι ολομόναχη και έτσι αποφασίζει να το κάνει όλο αυτό με τα πόδια. Μια οδύσσεια με προορισμό την Αλάσκα που απέχει ελάχιστα από την πατρίδα και ένα ταξίδι διαμέσου των ΗΠΑ, του Καναδά και των εποχών σαν αυτά που κάνουν τα αποδημητικά πουλιά που είναι προγραμματισμένα να φτάσουν εκεί που πρέπει, πέραν της όποιας λογικής. Στη διαδρομή κλέβει μικροπράγματα και φαγητό, κοιμάται σε ερειπωμένα σπίτια ή κάτω από τα δέντρα, βρίσκει καταφύγιο από το χαλάζι σε χημικές τουαλέτες και περπατάει με το βλέμμα ίσια μπροστά, χωρίς να μπορεί (αλλά ούτε και να θέλει μάλλον) να μιλήσει σε κανέναν. Δεν τη λες και συμπαθή άνθρωπο τη Λίλιαν. Ούτε και αντιπαθή, όμως. Survivor είναι και καθώς κρίνεται η ζωή της από τις πράξεις της ελάχιστη ηθική σημασία έχουν οι κλοπές, τις οποίες διαπράττει με ένα απίστευτο θράσος και θάρρος, εκμεταλλευόμενη και το γεγονός πως στα μάτια όλων είναι αόρατη. Μόνο οι κάμερες την παρακολουθούν αλλά κι αυτές δεν μπορούν να πουν σε κανέναν κάτι περισσότερο γι'αυτό το αγρίμι που έχει κλειδώσει στο μυαλό της τη διαδρομή για την πατρίδα, όπως ένα αποδημητικό πουλί ή όπως μια φάλαινα που μεταναστεύει για να βρει τροφή και διασχίζει ωκεανούς ολόκληρους. Όχι πως οι άνθρωποι που συναντά ή τα τοπία που διασχίζει είναι συμπαθή. Ούτε αντιπαθή, όμως. Άνθρωποι είναι και στοιχεία της φύσης. Τίποτα σε αυτήν την ταινία δεν είναι πρωτογενώς καλό ούτε κακό. Τα πάντα και όλοι είναι αυτό που είναι. Και η Λίλιαν διασχίζει τη γη και τις εθνικές οδούς και τα ποτάμια και τα βουνά, βουβή. 

Όλο αυτό, όμως, που μπορεί να προκαλέσει πανικό σε έναν ανυποψίαστο θεατή, μεταμορφώνεται κυριολεκτικά σε έπος, για να επιστρέψω σε αυτό που έγραψα στην αρχή. Και μάλιστα έπος τόσο ως προς την ιστορία αλλά και ως προς την παραγωγή και τη δημιουργία της ταινίας. Αν νομίζετε πως ο Χόρβαθ πήρε την κάμερα και άρχισε να τραβά στα μουγκά την Πατρύσια Πλάνικ να περπατά στις εξοχές των ΗΠΑ, think again. Η ταινία έχει σενάριο, έχει δομή, έχει άριστες κινηματογραφικές αρετές, ενώ τρομάζει ο όγκος της δουλειάς που έχει προηγηθεί για το location scouting και την τοποθέτηση της κάμερας για το κάθε πλάνο ξεχωριστά. Δεν φαντάζεστε τα σημεία, τα τοπία και τα πλάνα του φιλμ, δεν χωράει ο νους πόση δουλειά απαιτήθηκε για να πάρει όλο αυτό το project σάρκα και οστά αλλά και πού στον διάτανο πήγαν και βρήκαν όλα αυτά τα σημεία στην εσχατοσύνη των ΗΠΑ και του Καναδά για να κάνουν τα γυρίσματα. Η ίδια η Πλάνυκ που υποδύεται τη Λίλιαν έχει μπει τόσο βαθιά στο πετσί του ρόλου που παρ' ό,τι φαντάζει αξεπέραστος για μια μη έμπειρη ηθοποιό (σας θυμίζω ότι δεν λέει λέξη σε όλη την ταινία) κατορθώνει και τον αποδίδει με ένα πείσμα στο πρόσωπο και στο βλέμμα και μια δύναμη στο βάδισμα και την κίνηση που μεταμορφώνουν την ηρωίδα σε αγρίμι, σαν κάτι ξένο στον τόπο αυτόν όπου απλά επιβιώνει έως ότου επιστρέψει στον δικό της. Το δε σενάριο ισοσταθμίζει την έλλειψη διαλόγων είτε με περιστασιακές κουβέντες κάποιων από τους ανθρώπους που συναντά στον δρόμο τους, είτε με αποσπάσματα ραδιοφωνικών εκπομπών που μάλιστα δίνουν και το στίγμα των εποχών του χρόνου, είτε με σπηκάζ παρελάσεων, γιορτών και αγώνων αυτοκινήτου, αλλά και με ταμπέλες στον δρόμο που όλες μοιάζουν να λένε κι από μία ιστορία. Όμως, όταν δεν υπάρχουν λόγια, υπάρχει ο ήχος, άλλος ένας τομέας στον οποίο έχει γίνει υπέροχη δουλειά, με την αίσθηση του χώρου, του τόπου, της εποχής και της ώρας να αποδίδονται περιφερειακά στην αίθουσα, με σωστή μίξη και ένταση στα surround. 

Ξέρετε τι ξεχωρίζει στην ταινία; Ότι δεν είναι ελιτίστικη. Μπορεί να έχει την ιδιομορφία της ανυπαρξίας διαλόγων, μα αυτό δεν συνέβη για να κάνει ο Χόρβαθ τον έξυπνο στους κουλτουριάρηδες και σινεφίλ. Ταινία για όλους γύρισε ο άνθρωπος, και το έπραξε με γνώση και αφοσίωση, δουλεύοντας μάλιστα ο ίδιος τη φωτογραφία και τη μουσική. Ναι, ίσως ξενίσει η έλλειψη διαλόγων, δεν το αμφισβητώ, όπως σίγουρα δεν είναι ταινία για όσους αποζητούν εύκολη και χωρίς πολλά-πολλά διασκέδαση. Άπαξ και ξεκινήσει, όμως, βυθίζεσαι, σε συνεπαίρνει το μεγαλείο της και φτάνεις σε ένα σημείο που καίγεσαι από τον καύσωνα, παγώνεις από το κρύο και σχεδόν μυρίζεις κι εσύ τη βρώμα από τα παρατημένα σπίτια. Όμως θέλεις να συνεχίσεις το ταξίδι και επιμένεις έως ότου έρχεται αυτό το μαγικό φινάλε που δεν τα ξεχάσεις ποτέ.

Για περισσότερες κριτικές ταινιών και παρουσιάσεις κινηματογραφικών αιθουσών, ακολουθήστε μας στο Facebook στη σελίδα Cinemano.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θέατρο - Ρουά ματ (2024)

Fourmi (2019)

Θέατρο - The Big Game (2024)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Θέατρο - Έρωτας-Κόκκινο Φιλί -Κεφάλαιο ΙΙΙ (2024)