Juste la fin du monde (2016)


Ελληνικός τίτλος: Ακριβώς το τέλος του κόσμου

Δραματική ταινία του Ξαβιέ Ντολάν, με τους Γκασπάρ Υλιέλ, Ναταλί Μπαι, Βενσάν Κασέλ, Λεά Σεϋντού, Μαριόν Κοτιγιάρ. 

Ο Λουί, μετά από 12 χρόνια συνεχούς απουσίας, κάπου μακριά, όπου έχει διακριθεί ως συγγραφέας, επιστρέφει στο σπίτι του. Επιστρέφει με σκοπό να δει την οικογένειά του από κοντά και να τους ανακοινώσει πως πεθαίνει. "Ώστε να δώσω σε εμένα και στους άλλους, μια τελευταία φορά, την ψευδαίσθηση πως είμαι εγώ υπεύθυνος για εμένα τον ίδιο, κύριος του εαυτού μου μέχρις εσχάτων", ακούμε τον ίδιο τον Λουί να λέει στα πρώτα λεπτά της ταινίας, μέσα στη σιωπή της νυχτερινής πτήσης του, για να ακολουθήσει το "Home is where it hurts" της Camille, που ακούγεται με δυνατά, πνιγηρά μπάσα στη σεκάνς των τίτλων, κατά τη διαδρομή του με το ταξί, από το αεροδρόμιο στο σπίτι. 

Κι από τα πνιγηρά μπάσα του τραγουδιού, ξαφνικά, η πνιγηρή αμηχανία της αδελφής του, της μητέρας του, του αδελφού του και της γυναίκας του, που τον υποδέχονται. Η μάνα (Ναταλί Μπαι), υπερ-χαρούμενη, βαμμένη σαν κλόουν και υπερβολικά ντυμένη, (επειδή ο Λουί είναι γκέι και οι γκέι αγαπούν την κομψότητα και τις μοντερνιές), φωνάζει, γελάει, ενθουσιάζεται. Η αδελφή του (Λεά Σεϋντού), στέκει με προσμονή και περίσσια χαρά, αλλά αμήχανη (δεν έχει μνήμες από τον Λουί, ήταν πολύ μικρή όταν εκείνος έφυγε από το σπίτι). Ο μεγάλος κατά πολύ αδελφός του (Βενσάν Κασέλ) αρνείται να συμμετάσχει στους πανηγυρισμούς, βουβός, σαν γεμάτος από οργή, έτοιμος να ξεσπάσει. Η νύφη του (Μαριόν Κοτιγιάρ), δειλή, τρομαγμένη, ευγενική, τυπική, (του απευθύνεται στον πληθυντικό), φλυαρεί ακατάπαυστα για τα παιδιά της, τα ανίψια του. Κι ο Λουί (Γκασπάρ Υλιέλ), στέκει εκεί, λιγομίλητος, να ανταποκρίνεται με όσο το δυνατόν λιγότερα λόγια σε αυτή την επίθεση αγάπης και καλωσορίσματος, περιμένοντας απλά την κατάλληλη στιγμή να τους μιλήσει, ώστε να φύγει ξανά, και μάλιστα για τελευταία φορά. 

Ο Ξαβιέ Ντολάν, ένας πιτσιρικάς που αγαπά να παίζει με το σινεμά σε κάθε ταινία του (ανεξαρτήτως αποτελέσματος), αυτή τη φορά ωριμάζει, ασχολείται σε βάθος με το υλικό του και κινηματογραφεί με ουσία το σπαρακτικό θεατρικό του Ζαν-Λυκ Λαγκάρς. Μάλιστα, εμμένει πιστότατος στο αρχικό κείμενο του γάλλου συγγραφέα, το οποίο χρησιμοποιεί ως ευαγγέλιο, Ο καναδός Ντολάν, στηρίζεται στον λόγο, προσυπογράφει την καταγωγή του θεατρικού, και για πρώτη φορά στη φιλμογραφία του, οι ηθοποιοί του μιλούν καθαρά γαλλικά, χωρίς τη χαρακτηριστική προφορά των γαλλόφωνων Καναδών. Την ίδια στιγμή, καταφέρνει να δώσει κινηματογραφική πνοή στο θεατρικό κείμενο, παρ'ότι το έργο διαδραματίζεται εν πολλοίς στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού. Είναι η ταχύτητα της άσκοπης φλυαρίας όλων τους, οι ασήμαντες λέξεις που ξεστομίζονται, κόντρα σε όλα όσα λένε τα πρόσωπά τους. Είναι τα ασφυκτικά, αποπνικτικά γκρο-πλαν που σε κάνουν να νιώθεις την πίεση που νιώθουν όλοι τους και να παρακαλάς ασυναίσθητα για ένα γενικό. Είναι οι σχεδόν παραμορφωμένες, γκροτέσκα φωτισμένες φάτσες όλων τους, που τους δείχνουν σαν φοράνε μάσκες. Κι είναι κι αυτό το μοντάζ, που σε κάνει να βλέπεις ό,τι συμβαίνει πάνω στο πρόσωπο του Λουί, εκείνο το παραμορφωμένο από το βεβιασμένο χαμόγελο πρόσωπο, με τα θλιμμένα μάτια, καθώς όλοι δείχνουν να ανάγουν τη ζωή τους σε αυτόν. Και μόνο στην (και γαμώ) -σχεδόν μονοπλάνο- σκηνή των δύο αδελφών μέσα στο αυτοκίνητο, η ταινία αλλάζει προοπτική, με τη δράση να εξελίσσεται στο πρόσωπο του Βενσάν Κασσέλ, αφού στο πρόσωπο του μεγάλου του αδελφού, ο μικρότερος Λουί αποζητούσε την αναγνώριση. 

Έχει υπέροχες στιγμές, έχει όμως και τις "ντολανιές" του, κάτι άκαιρες ονειρικές σεκάνς, με το προσφιλές στον σκηνοθέτη βιντεοκλιπάδικο ύφος, που δεν εξυπηρετούν ουσιαστικά σε κάτι. Είναι, όμως, ο λόγος και οι ερμηνείες που υπερτερούν απέναντι σε κάθε αδυναμία. Ο Γκασπάρ Υλιέλ, προσγειωμένος, φαντάζει θύμα όλης αυτής της οικογενειακής τρέλας αλλά ταυτόχρονα κι ένας αναίσθητος εγωιστής που δραπέτευσε για να κοιτάξει την πάρτη του. Ο Βενσάν Κασέλ μπορεί να ξεφεύγει κάποιες φορές στην υπερβολή, αλλά είναι απίστευτα επιβλητικός, ζηλόφθων, γοητευτικά απειλητικός και πρωτίστως έντρομος, μήπως ακουστεί αυτό που ήδη ξέρει. Η Ναταλί Μπαι ελέγχει απόλυτα την καλοπροαίρετη υστερία της, χαμένη στον καθώς πρέπει κόσμο της, όπου όλα οφείλουν να πηγαίνουν καλά. Η Λεά Σεϋντού, σε έναν κάπως αδύναμο ρόλο έτσι κι αλλιώς, αποδίδει αυτή τη μετεφηβική ειλικρίνεια και άγνοια κινδύνου. Και είναι και αυτή η Μαριόν Κοτιγιάρ, δειλή, στη σκιά του παρορμητικού και βίαιου άντρα της, να ανταλλάσσει ματιές, να μπλέκει τον πληθυντικό με τον ενικό, να φλυαρεί μέσα στην αμηχανία της και με ένα βλέμμα της μόνο να γνωρίζει τα πάντα. Ήθελα να πιω ξεροσφύρι δυο ποτήρια ουίσκυ όταν τελείωσε η ταινία. Και δεν πίνω ουίσκυ. Αλλά, χαλάλι της.

Για περισσότερες κριτικές ταινιών και παρουσιάσεις κινηματογραφικών αιθουσών, ακολουθήστε μας στο Facebook στη σελίδα Cinemano.

Αν αγαπάτε το γαλλόφωνο σινεμά, θα βρείτε κείμενα και κριτικές από το αρχείο του Cinemano, εδώΓια περισσότερες δραματικές ταινίες, κλικ εδώ. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θέατρο - Ρουά ματ (2024)

Fourmi (2019)

Θέατρο - The Big Game (2024)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Θέατρο - Έρωτας-Κόκκινο Φιλί -Κεφάλαιο ΙΙΙ (2024)