Le casse (1971)


Ελληνικός τίτλος: Οι διαρρήκτες

Αστυνομική περιπέτεια της Columbia σε σκηνοθεσία Ανρί Βερνέιγ, με τους Ζαν-Πωλ Μπελμοντό, Ομάρ Σαρίφ, Ρομπέρ Οσέν, Νταϊάν Κάννον, Νικόλ Καφάν, Ρενάτο Σαλβατόρε.

Μία διεθνής σπείρα διαρρητκών καταφθάνει στην Αθήνα στοχεύοντας τα σμαράγδια αξίας $1 εκατ. που βρίσκονται στο θησαυροφυλάκιο ενός μεγιστάνα. Η ληστεία πετυχαίνει, δυστυχώς όμως για τους διαρρήκτες, το καλά οργανωμένο σχέδιό τους αναστατώνεται από μια απρόβλεπτη βλάβη στο πλοίο που θα τους έπαιρνε μακριά αλλά και από έναν όχι και τόσο τίμιο αστυνομικό που περνά κατά τύχη έξω από τη βίλλα, κατά τη διάρκεια της ληστείας.

Αγέραστο αστυνομικό έργο της παλιάς, καλής, γαλλικής σχολής, με όλη αυτή τη διεθνή, ευρωπαϊκή λάμψη των seventies, λουσμένο από τον αθηναϊκό ήλιο μιας εποχής που το πουλί της χούντας κυριαρχούσε στα πανώ των λεωφόρων, το Βεάκειο φιλοξενούσε μόνο φολκλόρ παραστάσεις, το Ροντέο ήταν ακόμα στον Άλιμο και το Χίλτον ήταν το hot spot του διεθνούς jet set. Τεράστια εισπρακτική επιτυχία στην εποχή τους (6ο σε εισιτήρια στη Γαλλία, 1ο στην Ελλάδα), οι "Διαρρήκτες" πιστοποιούν την άριστη σχέση του σκηνοθέτη με τον πρωταγωνιστή του, έχοντας ήδη τρεις ταινίες στο ενεργητικό τους ("Οι δύο αλήτες", "100.000 δολλάρια στον ήλιο", "Δουγέρκη - 2 Ιουνίου") αλλά και την εξαιρετική ικανότητα του Βερνέιγ να στήνει μεγαλόπνοες υπερπαραγωγές, τις οποίες το κοινό λάτρευε και οι θεωρητικοί του σινεμά της νουβέλ βαγκ σιχαίνονταν. 

Εδώ διασκευάζει μαζί με τον Βαέ Κατσά το μυθιστόρημα "Ο διαρρήκτης" του Ντεήβιντ Γκούντις, γραμμένο το 1953, το οποίο είχε ήδη γίνει ταινία το 1957 πάλι απο την Columbia ("Οι διαρρήκται") σε σκηνοθεσία Πωλ Γουέντκος, με τον Νταν Ντουρήα και την Τζέην Μάνσφηλντ. Στην περίπτωσή μας, όμως, ο Βερνέιγ κρατά μόνο αυτά που τον εξυπηρετούν ώστε να δώσει τον χώρο και τον χρόνο που χρειάζεται σε όλα όσα θέλει να βάλει στην οθόνη. Έτσι, μετά τη σιωπηλή και μεγάλης διάρκειας σεκάνς της διάρρηξης του χρηματοκιβωτίου, την οποία παρουσιάζει στην πλήρη της λεπτομέρεια, αποτυπώνοντας τη δεινότητα και την οργάνωση της συμμορίας από τη μία και χτίζοντας την αγωνία και τη σύγκρουση των δύο πρωταγωνιστών που θα ακολουθήσει από την άλλη, στη συνέχεια πατάει ξαφνικά το γκάζι. Κυριολεκτικά! Ποτέ άλλοτε ο Πειραιάς δεν φιλοξένησε ένα τέτοιο αυτοκινητοκυνηγητό, χορογραφημένο μέτρο-μέτρο, στην παραλιακή, αλλά και στα στενά του Προφήτη Ηλία (μαζί με τα σκαλιά του) και με τα αυτοκίνητα να διαλύονται αλλά χωρίς ποτέ να σταματούν. Με πλάνα χρονομετρημένα, χωρίς το σύγχρονο άγχος του μοντάζ που "κόβει" στα δευτερόλεπτά, με την κάμερα είτε να τρέχει κι αυτή στους δρόμους, είτε να στέκει ως αθώος και τρομοκρατημένος παρατηρητής, η σκηνή αυτής της καταδίωξης γίνεται κολασμένα συναρπαστική και ταυτόχρονα κομμάτι ανθολογίας, όταν μάλιστα ο σκοπός της -όπως αποδεικνύεται- είναι να μετρηθούν οι δύο άντρες απλά για να διαπιστώσουν με ποιον έχουν να κάνουν. Δεν ντρεπόταν, βλεπετε, τότε το σινεμά να κάνει ταινίες με άντρες για άντρες. Όπως ήταν αποδεκτό να ρίχνουν και χαστούκια στις γυναίκες που τους πρόδιδαν, σαν αυτά που μοιράζει ο Μπελμοντό στην Νταϊάν Κάννον, σε μια σκηνή που κουμαντάρει τη βία της με χιούμορ, αφού τα φώτα του διαμερίσματος (που ελέγχονται από το χτύπημα των χεριών) αναβοσβήνουν με κάθε χαστούκι. Οι θεωρητικοί του τότε αλλά και οι "σινεφίλ" του σήμερα κατηγορούν την ταινία για έλλειψη σεναρίου, αλλά τόσα ξέρουν-τόσα λένε, παραβλέποντας πως το σενάριο έχει προβλέψει όχι μόνο τον τρόπο που θα πέσουν τα χαστούκια, αλλά και όσες φορές θα ακουστεί το πόδι πάνω στο πεντάλ του αυτοκινήτου. 

Είναι χορταστική και ενήλικα αθώα η ταινία, με ένα ακόμα κυνηγητό, αυτή τη φορά με τον Μπελμοντό να κρέμεται από ένα εν κινήσει τρόλλεϋ στη Βασιλίσσης Σοφίας, και άλλες πολλές σκηνές απόλαυσης και κινηματογραφικής ψυχαγωγίας, γυρισμένη για τη σινεμασκόπ οθόνη και με ολόλαμπρα χρώματα που κάνουν το αίμα διασκεδαστικά κόκκινο και όχι τόσο αληθινό, αλλά σύμβαση που μειώνει τον αντίκτυπο του θανάτου. Ο Μπελμοντό, εκτός από καλός ηθοποιός, είναι ήδη σταρ και το μεγαλείο του κυριαρχεί στην οθόνη αλλά και στα κασκαντεριλίκια που εκτελεί μόνος του, χωρίς αντικαταστάτη. Ο Ομάρ Σαρίφ είναι αγέρωχα γοητευτικός απέναντί του και ικανός αντίπαλος, που τον απειλεί ενόσω τον μυεί στην ελληνική κουζίνα, την ώρα που ο Ένιο Μορικόνε υπογράφει το επαναλαμβανόμενο μουσικό θέμα που είναι παιχνιδιάρικο αλλά και εν μέρει απειλητικό.

Για περισσότερες κριτικές ταινιών, σειρών και παρουσιάσεις κινηματογραφικών αιθουσών, ακολουθήστε μας στο Facebook στη σελίδα Cinemano.

Αν αγαπάτε το γαλλόφωνο σινεμά, θα βρείτε κείμενα και κριτικές από το αρχείο του Cinemano, εδώ.
Αν αγαπάτε τις περιπέτειες και τη δράση, κλικ εδώ. 

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Θέατρο - Ρουά ματ (2024)

Fourmi (2019)

Θέατρο - The Big Game (2024)

Θέατρο - Τζούλια (2024)

Το αγοροκόριτσο (1959) (Α/Μ)